Startup cities: Ποιοι δισεκατομμυριούχοι της τεχνολογίας χτίζουν ιδιωτικές πόλεις για να φύγουν από τις ΗΠΑ
Oι λεγόμενοι tech billionaires επενδύουν ολοένα και περισσότερο σε αυτό που αποκαλούν «startup societies»: ιδιωτικές, σχεδόν αυτόνομες πόλεις, σχεδιασμένες εξαρχής για να λειτουργούν ως καταφύγια για τους υπερπλούσιους.
Καθώς η οικονομική δυσαρέσκεια και η πολιτική πόλωση εντείνονται σε μεγάλο μέρος του πλανήτη, ένα κομμάτι της παγκόσμιας τεχνολογικής ελίτ φαίνεται να αναζητέι μια ριζική λύση: την έξοδο. Όχι απλώς από τις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά από το ίδιο το πλαίσιο του οργανωμένου κράτους όπως το γνωρίζουμε.
Tech billionaires, venture capitalists και ιδεολόγοι του ακραίου οικονομικού φιλελευθερισμού επενδύουν ολοένα και περισσότερο σε αυτό που αποκαλούν «startup societies» – ιδιωτικές, σχεδόν αυτόνομες πόλεις, σχεδιασμένες εξαρχής για να λειτουργούν ως καταφύγια για τους υπερπλούσιους.
Η ιδέα παρουσιάστηκε στη Σιγκαπούρη
Η ιδέα παρουσιάστηκε με χαρακτηριστική αυτοπεποίθηση τον Οκτώβριο, στο Network State Conference στη Σιγκαπούρη. Εκεί, ο Μπαλάτζι Σρινιβασάν, πρώην CTO της Coinbase και μία από τις πιο επιδραστικές φιγούρες του techno-libertarian χώρου, μίλησε ανοιχτά για την «τελική έξοδο» των ελίτ της τεχνολογίας από τις «αποτυχημένες» Ηνωμένες Πολιτείες.
«Το 2025 μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει πια ένα κίνημα», δήλωσε, περιγράφοντας μια οργανωμένη προσπάθεια δημιουργίας νέων κοινωνιών, σχεδιασμένων από την αρχή με εταιρικούς όρους.
Αυτό το κίνημα, που συνδυάζει τεχνο-ουτοπία, αντικρατισμό και νεοφιλελεύθερη οικονομική θεωρία, δεν περιορίζεται σε μεμονωμένες φαντασιώσεις. Σύμφωνα με πρόσφατα ρεπορτάζ, υπάρχουν ήδη περίπου 120 τέτοιες «startup societies» σε διάφορα στάδια υλοποίησης παγκοσμίως. Κοινός τους στόχος είναι η δημιουργία ειδικά σχεδιασμένων πόλεων που θα προσελκύσουν δισεκατομμυριούχους και επενδυτές οι οποίοι αισθάνονται περιορισμένοι, φορολογημένοι ή «παρεξηγημένοι» από τα σύγχρονα κράτη.
Ο ίδιος ο Σρινιβασάν ηγείται ενός από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα: το Network School, εγκατεστημένο σε ένα τεχνητό νησί κοντά στη Σιγκαπούρη, γνωστό ως Forest City. Το πρότζεκτ αυτοχαρακτηρίζεται ως «κοινότητα συνόρων για techno-optimists» και ως «society-as-a-service».
Με 1.500 δολάρια τον μήνα, τα βασικά μέλη αποκτούν πρόσβαση σε coworking spaces, γρήγορο Wi-Fi, γραφεία τύπου pods και ένα περιβάλλον που υποτίθεται ότι απελευθερώνει τη δημιουργικότητα από κρατικούς και κοινωνικούς περιορισμούς.
Η πραγματικότητα, ωστόσο, μοιάζει λιγότερο λαμπερή. Το Forest City έχει περιγραφεί από συμμετέχοντες ως σχεδόν «πόλη-φάντασμα», με ελάχιστη καθημερινή ζωή. Παρ’ όλα αυτά, οι διοργανωτές φροντίζουν να γεμίζουν το πρόγραμμα με σεμινάρια και εκδηλώσεις, που συχνά κινούνται μεταξύ αυτοβελτίωσης και ιδεολογικής αυτοαναφορικότητας, όπως μαθήματα τύπου «Rizz101: πώς να πάρεις αυτό που θέλεις από τη ζωή» ή κλειστά networking events με μεγαλεπήβολους τίτλους και ελάχιστους συμμετέχοντες.
Ένα από τα πιο γνωστά παραδείγματα
Παρά την εικόνα καινοτομίας που επιχειρούν να καλλιεργήσουν, οι startup societies δεν είναι καινούριο φαινόμενο. Για δεκαετίες, κύκλοι του ακραίου φιλελευθερισμού ονειρεύονται τρόπους διαφυγής από τη φορολογία, τη ρύθμιση και τη δημοκρατική λογοδοσία.
Ένα από τα πιο γνωστά παραδείγματα είναι η Prospera, μια «charter city» στο νησί Ροατάν της Ονδούρας, σχεδιασμένη ως φορολογικός παράδεισος με ελάχιστους κανονισμούς.
Το εγχείρημα προσέλκυσε πάνω από 100 εκατομμύρια δολάρια σε επενδύσεις από πρόσωπα όπως ο Πίτερ Τιλ, ο Άνταμ Ντρέιπερ και ο Μαρκ Αντρίσεν.
Ωστόσο, η Prospera εξελίχθηκε σε προειδοποιητικό παράδειγμα. Η πολιτική αλλαγή στην Ονδούρα, μετά τη σύλληψη του πρώην προέδρου Χουάν Ορλάντο Ερνάντες και την άνοδο της Σιομάρα Κάστρο, οδήγησε στην κατάργηση του νόμου που παρείχε στην πόλη το ειδικό της καθεστώς. Οι ιδρυτές της Prospera απάντησαν με αγωγή ύψους 11 δισεκατομμυρίων δολαρίων κατά του κράτους, αποκαλύπτοντας πόσο εύθραυστες είναι αυτές οι «ιδιωτικές ουτοπίες» όταν συγκρούονται με την πολιτική πραγματικότητα.
Ο Πολ Ρόμερ, νομπελίστας οικονομολόγος και ένας από τους θεωρητικούς που ανέπτυξαν αρχικά την ιδέα των charter cities, υπήρξε ιδιαίτερα επικριτικός. Χαρακτήρισε την Prospera προϊόν μιας «λιμπερταριανής φαντασίωσης» ότι μπορεί κανείς να υπάρξει εκτός κράτους, προειδοποιώντας ότι τέτοιες προσπάθειες δύσκολα καταλήγουν σε βιώσιμα αποτελέσματα.
Η κριτική δεν περιορίζεται στην οικονομική θεωρία. Από τους ντόπιους πληθυσμούς που βλέπουν αυτές τις πόλεις ως αποικιακές παρεμβάσεις, μέχρι πολιτικούς επιστήμονες που τις θεωρούν αντιδημοκρατικές, οι startup societies έχουν ελάχιστη κοινωνική αποδοχή. Οι βασικοί τους υποστηρικτές προέρχονται κυρίως από think tanks της ελεύθερης αγοράς, συχνά χρηματοδοτούμενα από τους ίδιους τους δισεκατομμυριούχους που επωφελούνται από τα εγχειρήματα.
Ο ερευνητής του cyberlibertarianism Ολιβιέ Ζιτέλ συνοψίζει ίσως πιο δηκτικά από όλους το φαινόμενο: «Μπορείς να φανταστείς να είσαι τόσο πλούσιος και τόσο δυστυχισμένος; Νομίζουν ότι είναι οι μεγάλοι σωτήρες που θα λύσουν τα πάντα, αλλά το όραμά τους είναι απίστευτα εσωστρεφές». Και προσθέτει μια προειδοποίηση που εξηγεί γιατί το θέμα δεν αφορά μόνο τους ίδιους: «Το ότι είναι ανόητο δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί τελικά να κληρονομήσει τη Γη».
Οι ιδιωτικές πόλεις των tech billionaires ίσως μοιάζουν σήμερα με περιθωριακά πειράματα. Όμως σε έναν κόσμο αυξανόμενης ανισότητας, απορρύθμισης και αποδυνάμωσης των δημόσιων θεσμών, αποτελούν ένα ανησυχητικό σύμπτωμα: την επιθυμία μιας υπερ-ελίτ όχι να διορθώσει το κοινό σύστημα, αλλά να το εγκαταλείψει πλήρως.
