Πώς ο Τραμπ διέψευσε επιχειρήσεις και επενδυτές κατά την δεύτερη θητεία του

Την επομένη κιόλας μέρα των εκλογών του περασμένου φθινοπώρου στις ΗΠΑ, το χρηματιστήριο εκτινάχθηκε στα ύψη. Αυτό δεν ήταν και τόσο απρόσμενο, αφού οι επενδυτές πίστευαν ότι η δεύτερη θητεία του Ντόναλντ Τραμπ θα ήταν όπως η πρώτη του, εστιάζοντας στην οικονομική ανάπτυξη και το χρηματιστήριο.
Τώρα πλέον είναι κατανοητό ότι οι επιχειρήσεις, οι επενδυτές και πολλοί από τους ίδιους τους συμβούλους του Ντόναλντ Τραμπ τον παρερμήνευσαν. Οι προτεραιότητές του δεν ήταν και οι δικές τους. Εκείνος είχε άλλες ιδέες.
Τις τελευταίες εβδομάδες, ο Αμερικανός πρόεδρος παραμέρισε τη διόρθωση του χρηματιστηρίου και τις προειδοποιήσεις για πληθωρισμό και ασθενέστερη ανάπτυξη, επιδιώκοντας έναν στόχο: δασμούς και πάλι δασμούς. Δασμοί αρκετά υψηλοί ώστε να αναγκάσουν τις επιχειρήσεις να παράγουν τα προϊόντα τους στη χώρα, διαλύοντας τις εφοδιαστικές αλυσίδες που είχαν χτιστεί εδώ και δεκαετίες.
Ο πρόεδρος που υποσχέθηκε ότι μια χρυσή εποχή θα ξεκινήσει την ημέρα της ορκωμοσίας του, τώρα πια δεν αποκλείει την ύφεση. Ο πρόεδρος που κάποτε πόσταρε στα social media -συνεχώς- για το χρηματιστήριο τώρα προτείνει το κοινό να το αγνοήσει. Θέλει ο κόσμος να σκέφτεται μακροπρόθεσμα: «Αν κοιτάξετε την Κίνα, έχουν προοπτική 100 ετών», είπε σε συνέντευξη που προβλήθηκε στο Fox την περασμένη Κυριακή.
Ο Τραμπ είναι περισσότερο γνωστός για τις πολιτικές του που ανακοινώνονται ξαφνικά και αλλάζουν λίγες μέρες αργότερα, παρά για την μακροπρόθεσμη στρατηγική του. Μπορεί ανά πάσα στιγμή να ανακαλέσει τους τελευταίους δασμούς ή να τους διπλασιάσει. Παρ’ όλα αυτά, η κατεύθυνση είναι ξεκάθαρη – και αποτελεί ένα μεγάλο σοκ για τον χρηματοπιστωτικό κόσμο.
Κανείς δεν πίστευε ότι ο Τραμπ είχε γίνει μαθητής του Μίλτον Φρίντμαν κατά τη διάρκεια της πρώτης του θητείας. Ωστόσο, οι πιο σημαντικοί σύμβουλοι είχαν περιορίσει τις πιο ακραίες του ενέργειες. Πολλοί υπέθεσαν ότι το ίδιο θα συνέβαινε και με την νέα του οικονομική ομάδα, η οποία αποτελούνταν κυρίως από κεντρικούς οικονομολόγους: Ο Μπέσεντ ως υπουργός Οικονομικών, ο Χάουαρντ Λούτνικ από τον τομέα των χρηματοοικονομικών ως υπουργός Εμπορίου και ο Κέβιν Χάσετ ως διευθυντής του Εθνικού Οικονομικού Συμβουλίου.
Πριν από έναν χρόνο, ο Μπέσεντ έλεγε ότι «οι δασμοί προκαλούν πληθωρισμό» και ότι «το δασμολογικό όπλο θα είναι πάντα διαθέσιμο, αλλά σπάνια θα πυροδοτείται». Τον Σεπτέμβριο, ο Λούτνικ χαρακτήρισε τους δασμούς ως «διαπραγματευτικό εργαλείο» για να κάνει τις άλλες χώρες να μειώσουν τους δικούς τους δασμούς, προσθέτοντας ότι δεν θα επιβληθούν σε προϊόντα που δεν κατασκευάζονται στις ΗΠΑ, αναφέρει η Wall Street Journal.
Την Κυριακή, ο Χάσετ τόνισε ότι οι ΗΠΑ «έχουν ξεκινήσει έναν πόλεμο κατά των ναρκωτικών, και όχι έναν εμπορικό πόλεμο», εναντίον του Καναδά. Αλλά στη δεύτερη θητεία του, ο Τραμπ έχει δείξει ελάχιστο σεβασμό στους συμβούλους του, στο Κογκρέσο ή σε άλλες προστατευτικές δικλίδες. Έχει χρησιμοποιήσει «το όπλο» των δασμών -τόσο συχνά- που οι νέοι δασμοί καλύπτουν ήδη εισαγωγές ύψους 1 τρισ. δολαρίων, που αναμένεται να φτάσουν τα 1,4 τρισ. δολάρια, σχεδόν τέσσερις φορές το σύνολο της πρώτης θητείας του, σύμφωνα με το Tax Foundation.
Δεν έχει εξαιρέσει πράγματα που δεν παράγουν οι ΗΠΑ, και δεν χρησιμοποιεί δασμούς για να μειώσει τους δασμούς άλλων (σ.σ. τουλάχιστον όχι ακόμα). Μοιάζει πλέον σίγουρο ότι διεξάγει εμπορικό πόλεμο με τον Καναδά, για λόγους που δεν έχουν να κάνουν με το επίσημο κίνητρο, τη φαιντανύλη. Ο πραγματικός λόγος είναι το εμπορικό του πλεόνασμα, η μεταχείριση των αμερικανικών τραπεζών και των γαλακτοκομικών προϊόντων, καθώς και η επιμονή του να διατηρήσει τις ΗΠΑ «ξεχωριστές».
Ο κόσμος μπορεί να είναι απροετοίμαστος για τις 2 Απριλίου, όταν οι αξιωματούχοι της κυβέρνησης θα καταθέσουν την έκθεση σχετικά με τη σκοπιμότητα της αμοιβαιότητας. Αυτό αρχικά σήμαινε ότι οι δασμοί των ΗΠΑ θα ταυτίζονταν με εκείνους που τους επιβάλλουν οι άλλες χώρες, και θα μπορούσαν να αυξάνονται ή να μειώνονται ανάλογα. Θα ήταν μια πιο ήπια εναλλακτική σε έναν καθολικό δασμό για όλα τα προϊόντα.
Ωστόσο, ο Τραμπ ορίζει την αμοιβαιότητα για να συμπεριλάβει οτιδήποτε θεωρεί αθέμιτο εμπορικό εμπόδιο, όπως οι φόροι προστιθέμενης αξίας. Πιθανότατα, αυτό θα είναι απλώς μια δικαιολογία για να αυξήσει κι άλλο τους δασμούς, λέει η WSJ.
Αν οι επιχειρήσεις και οι επενδυτές έχουν κατανοήσει λάθος τον Τραμπ στο θέμα του εμπορίου, θα έχουν δίκιο για τους φόρους και την απορρύθμιση; Ίσως, αλλά με την επιφύλαξη ότι και τα δύο θα αντανακλούν τις προτεραιότητες του Τραμπ, όχι τις δικές τους. Οι Ρεπουμπλικάνοι στο Κογκρέσο σχεδιάζουν να παρατείνουν όλες τις φορολογικές μειώσεις που θεσπίστηκαν το 2017 και σκέφτονται να επαναφέρουν ορισμένες ληγμένες φορολογικές διατάξεις που είναι σημαντικές για τις επιχειρήσεις, όπως αυτές για τον κεφαλαιουχικό εξοπλισμό και την έρευνα.
Ωστόσο, η απλή παράταση ή επαναφορά παλαιότερων φορολογικών περικοπών δεν είναι τόσο ενισχυτική όσο η εισαγωγή τους για πρώτη φορά. Επιπλέον, ο φορολογικός νόμος του 2017 είχε δημιουργηθεί κυρίως από τους Ρεπουμπλικάνους του Κογκρέσου, οι οποίοι έδωσαν προτεραιότητα στην ενίσχυση των επενδύσεων και της ανταγωνιστικότητας των ΗΠΑ, μειώνοντας τον εταιρικό φόρο από το 35% στο 21% και μειώνοντας τη φορολογική επιβάρυνση των ξένων κερδών. Και οι δύο αυτές διατάξεις είναι μόνιμες.
Αντίθετα, οι νέες φορολογικές περικοπές θα αντανακλούν τις προτεραιότητες του Τραμπ: φοροαπαλλαγές για φιλοδωρήματα, υπερωρίες και παροχές κοινωνικής ασφάλισης, οι οποίες προσφέρουν λίγα για τις επενδύσεις. Έχει προτείνει έναν εταιρικό συντελεστή 15%, αλλά μόνο για την παραγωγή στις ΗΠΑ, μιμούμενος μια φορολογική ελάφρυνση που οι Ρεπουμπλικάνοι ακύρωσαν το 2017, επειδή ήταν ακριβή, δύσκολη στη διαχείριση και αναποτελεσματική.
Όσον αφορά την απορρύθμιση, οι επιχειρήσεις και οι αναλυτές παραμένουν αισιόδοξοι. Ο Τραμπ έχει επικεντρωθεί στην κατάργηση κανόνων την εποχή που προέδρευε ο Μπάιντεν και να απολύει προσωπικό επιβολής της νομοθεσίας σε διάφορες υπηρεσίες, όπως το Γραφείο Προστασίας Καταναλωτών Χρηματοοικονομικών Υπηρεσιών.
Ο Τραμπ χρησιμοποιεί επίσης τη ρυθμιστική εξουσία για να τιμωρήσει όσους τον διαψεύδουν πολιτικά. Μια συγχώνευση μεταξύ της Paramount Global και της Skydance Media μπορεί να κινδυνεύει επειδή ο Τραμπ μηνύει τη μονάδα της Paramount CBS για τον τρόπο με τον οποίο η εκπομπή «60 Minutes» επεξεργάστηκε μια συνέντευξη με την αντίπαλό του στις εκλογές Κάμαλα Χάρις.
Η εντολή του Τραμπ να αφαιρέσει από την Perkins Coie, μια δικηγορική εταιρεία με δεσμούς με τους Δημοκρατικούς, τις άδειες ασφαλείας, τα κυβερνητικά συμβόλαια και την πρόσβαση σε ομοσπονδιακά κτίρια προκάλεσε μεγάλη ανησυχία στους επιχειρηματικούς κύκλους. Ως κοινότητα, οι επιχειρηματίες καλωσορίζουν την επιστροφή του Τραμπ στην εξουσία. Ωστόσο, ως άτομα, πολλοί ζουν με τον φόβο του.
Η αυθαίρετη και προσωπική προσέγγιση του Τραμπ στην χάραξη πολιτικής έρχεται σε αντίθεση με την προβλεψιμότητα που ζητούν οι επιχειρήσεις. Ο Τραμπ θα μπορούσε να μειώσει την ανησυχία παρουσιάζοντας μια συνεκτική ατζέντα (όπως προσπάθησαν κάποιοι σύμβουλοί του) και μια διαδικασία εφαρμογής, όπως το να ζητήσει από το Κογκρέσο να θεσπίσει νέους δασμούς μέσω νόμου, όπως προβλέπει το Σύνταγμα.
Αλλά αυτό από ότι φαίνεται δεν είναι στη φύση του. Θεωρεί ότι η διακριτική ευχέρεια να επιβάλλει και να καταργεί δασμούς και άλλα μέτρα είναι απαραίτητη για τη σύναψη συμφωνιών.
Το αποτέλεσμα είναι οικονομική και πολιτική αβεβαιότητα σε επίπεδα που θυμίζουν προηγούμενα σοκ, όπως οι τρομοκρατικές επιθέσεις του 2001, η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 – 2009 και η έναρξη της πανδημίας. Όλα αυτά προκλήθηκαν από γεγονότα που δεν ήταν στον έλεγχο των ΗΠΑ. Αυτό, όμως, είναι ανθρωπογενές και και θα αυξομειώνεται ανάλογα με τα λόγια και τις πράξεις αυτού του ανθρώπου.