Με ποια οικονομική «πλάτη» διαπραγματεύεται ο Πούτιν την ειρήνη στην Ουκρανία

Ένα σταυροδρόμι φαίνεται πως συναντά η οικονομία της Ρωσίας τρία χρόνια μετά την έκρηξη του πολέμου στην Ουκρανία, την ίδια ώρα που κορυφώνονται οι διαπραγματευσεις (με τις ΗΠΑ) για την «ειρήνευση» στην περιοχή.
Το βασικό «σήμα» αυτού του σταυροδρομίου είναι η απότομα ανοδική πορεία του ελλείμματος του κρατικού προϋπολογισμού της Ρωσίας (η οποία βρίσκεται σε πόλεμο με την Ουκρανία από το 2022), το οποίο υπερδιπλασιάστηκε κατά το πρώτο δίμηνο του 2025 σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα πέρσι.
Συγκεκριμένα, το έλλειμα ανήλθε συνολικά σε περίπου 29 δισ. ευρώ τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο του 2025, σύμφωνα με το υπουργείο Οικονομικών στη Μόσχα. Ένα χρόνο νωρίτερα ανερχόταν σε 12,1 δισ. ευρώ.
Η εκτίναξη του δημοσιονομικού ελλείμματος οφείλεται σε δύο λόγους:
- Την παραπέρα αύξηση των στρατιωτικών δαπανών λόγω της συνέχισης του πολέμου στην Ουκρανία
- Την ηπιότερη σε σχέση με το παρελθόν αύξηση των κρατικών εσόδων λόγω της μείωσης των διεθνών τιμών πετρελαίου
Την ίδια ώρα, πέραν από την αύξηση του δημοσιονομικού ελλείμματος (γεγονός που δυσκολεύει την άσκηση κοινωνικής πολιτικής από πλευράς κράτους, αλλά και δυσκολεύει τον δημόσιο δανεισμό), η ρωσική οικονομία αντιμετωπίζει ένα άλλο οξύτατο πρόβλημα: Την άνοδο του πληθωρισμού.
Ωστόσο, πέρα από αυτές τις τρέχοντες αρνητικές εξελίξεις –αν και δεν μπορεί κάποιος να κρίνει τη Ρωσική οικονομία ακριβώς με τα ίδια κριτήρια με οποιαδήποτε άλλη δυτική οικονομία, καθώς αποτελεί ένα «υβριδικό» κοινωνικό σχηματισμό με πολύ ισχυρό το ρόλο του κράτους– έχει αρχίσει να δημιουργείται προβληματισμός σε σχέση με το πώς θα προχωρήσει η ρωσική οικονομία σε περίπτωση που σταματήσει ο πόλεμος στην Ουκρανία.
Αν και ο εν λόγω πόλεμος, απορροφά ένα γιγάντιο μέρος των δημοσίων δαπανών (γεγονός που -μεταξύ άλλων- έχει προκαλέσει εκτίναξη του δημοσιονομικού ελλείμματος) αποτέλεσε ένα παράγοντα αύξησης του ΑΕΠ (αλλά και του δανεισμού των εταιρειών της πολεμικής βιομηχανίας), λόγω των γιγάντιων επενδύσεων στην πολεμική βιομηχανία από τη μια μεριά και της αύξησης των διεθνών τιμών ενέργειας από την άλλη.
Αναλυτές αναφέρουν πως σε περίπτωση ειρήνευσης στην Ουκρανία, θα μπορούσε η οικονομία της Ρωσίας θα μείνει στάσιμη, καθώς έχουν ήδη δει σημάδια στασιμότητας σε πολλούς τομείς εκτός της αμυντικής βιομηχανίας, αλλά και να δημιουργηθεί μία τραπεζική κρίση λόγω της έκθεσης που έχουν σε αυτές οι πολεμικές βιομηχανίες.
Ωστόσο, άλλοι αναλυτές επισημαίνουν πως δεδομένης της στροφής της ΕΕ προς την ενίσχυση της άμυνας, μέσω ενός γιγάντιου πακέτου 800 δισ. ευρώ, θα πρέπει να θεωρηθεί δύσκολο η Ρωσία να μειώσει δραστικά τις δικές της αμυντικές δαπάνες, δηλαδή σε τέτοιο σημείο που να προκαλέσει μία μεγάλη αναπτυξιακή «τρύπα».
Εξάλλου, ενδεχόμενος τερματισμός του πολέμου στην Ουκρανία θα μπορούσε να φέρει και σταδιακή άρση των διεθνών κυρώσεων σε βάρος της Ρωσίας, γεγονός που προφανώς θα έπαιζε θετικό ρόλο στην ανάπτυξη της, την ίδια ώρα που κατά τη διάρκεια του τριετούς πολέμου, έχει αναπτύξει ακόμα περισσότερο τις οικονομικές σχέσεις της με την Κίνα αλλά και τις περισσότερες χώρες του «Παγκόσμιου Νότου».
Πιο αναλυτικά, η εξίσωση της αύξησης του δημοσιονομικού ελλείμματος προκύπτει ως εξής:
1. Επιβραδύνθηκε ο ρυθμός αύξησης των κρατικών εσόδων λόγω της μείωσης των τιμών του πετρελαίου
Τα έσοδα αυξήθηκαν κατά 6,3% σε λίγο πάνω από 5,3 τρισ. ρούβλια. Η πτώση των τιμών του πετρελαίου στις αρχές Μαρτίου στο χαμηλότερο επίπεδο από τα τέλη του 2021, αλλά και η ανατίμηση του ρουβλίου θα μπορούσαν να περιπλέξουν την κατάσταση, σημειώνει ο Spiegel. Ο ενεργειακός τομέας παράγει περίπου το 1/3 όλων των εσόδων του ρωσικού προϋπολογισμού.
Συνεπώς, η συνεχιζόμενη πτώση των τιμών του πετρελαίου είναι πιθανό να αυξήσει το έλλειμμα. Σύμφωνα με το υπουργείο Οικονομικών, τα ενεργειακά έσοδα μειώθηκαν κατά 3,7% τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο. Την ίδια στιγμή, το υπουργείο προειδοποίησε ότι οι χαμηλές τιμές του πετρελαίου θα μπορούσαν να μειώσουν τα ενεργειακά έσοδα, τα οποία είναι τόσο σημαντικά για τη Μόσχα.
2. Οι κρατικές δαπάνες αυξήθηκαν κατά περίπου 31% σε σχέση με πέρσι
Οι κρατικές δαπάνες αυξήθηκαν κατά σχεδόν 31% σε περισσότερα από 8 τρισ. ρούβλια τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο. Σύμφωνα με τους οικονομολόγους, η αύξηση των δαπανών αυξάνει τον πληθωρισμό. Η κεντρική τράπεζα αναφέρει τακτικά αυτό το τεράστιο δημοσιονομικό κίνητρο ως λόγο για τον οποίο αναγκάζεται να χρεώνει υψηλά επιτόκια. Το τρέχον βασικό επιτόκιο είναι 21%. Σε μόλις δύο μήνες, η κυβέρνηση έχει ήδη ξοδέψει σχεδόν το 1/5 των συνολικών δαπανών των 41,47 τρισ. ρούβλια που είχε προγραμματιστεί για το 2025. Περίπου το 41% από αυτό χρησιμοποιείται για την άμυνα και την ασφάλεια.
Οι δαπάνες έχουν αυξηθεί τα τελευταία τρία χρόνια καθώς η Ρωσία διοχέτευσε μεγάλα χρηματικά ποσά στον στρατιωτικό και αμυντικό τομέα μετά την εισβολή της στην Ουκρανία. Πέρυσι, το δημοσιονομικό έλλειμμα ανήλθε σε περίπου 31 δισεκατομμύρια ευρώ, ή 1,7 τοις εκατό της οικονομικής παραγωγής. Η κυβέρνηση αναμένει ότι το έλλειμμα θα μειωθεί στο 0,5% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ) φέτος χάρη στα υψηλότερα φορολογικά έσοδα και τις χαμηλότερες πραγματικές κοινωνικές δαπάνες.
Η «μυστηριώδης» αύξηση του πληθωρισμού
Παρά τη μείωση των τιμών του πετρελαίου αλλά και την αύξηση των επιτοκίων της κεντρικής τράπεζας της Ρωσίας, ο πληθωρισμός σημείωσε αύξηση το Φεβρουάριο, σπάζοντας το όριο του 10%, κάτι που αποτελεί το υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων δύο ετών. Εντός της ρωσικής οικονομίας, οι τιμές είχαν αυξηθεί δραματικά, οφειλόμενες κυρίως στις υψηλές δαπάνες της ρωσικής κυβέρνησης για την πολεμική οικονομία, σύμφωνα με τους Moscow Times, ενώ αντίστοιχα στοιχεία παρουσίασε και η πύλη συναλλαγών Trading Economics.
Για να το καταπολεμήσει αυτό, η κεντρική τράπεζα αύξησε το βασικό επιτόκιο σε ιστορικό ρεκόρ 21%, δυσκολεύοντας αυξάνοντας, όμως, το κόστος δανεισμού για τους καταναλωτές. Το πρόβλημα είναι ότι στη Ρωσία προφανώς δεν υπάρχει επαρκής επίγνωση του τεράστιου αντίκτυπου που έχει ο πόλεμος στην Ουκρανία στον πληθωρισμό στη χώρα. Σύμφωνα με την οικονομολόγο Natalya Subarevich, αυτή η σύνδεση δεν έχει γίνει ακόμη σαφής σε πολλούς Ρώσους.
Εξέφρασε επίσης αμφιβολίες στη Die Welt για την ακρίβεια των ρωσικών οικονομικών δεδομένων. Δεν μπόρεσε να επαληθεύσει την αναφερόμενη ανάπτυξη 4,15% για το 2024. Ιδιαίτερα τα στοιχεία για τον Δεκέμβριο είναι αινιγματικά. Ταυτόχρονα, βλέπει υψηλό κίνδυνο στην αυξανόμενη εθνικοποίηση των ρωσικών εταιρειών. Προφανώς, ο επικεφαλής του Κρεμλίνου Βλαντιμίρ Πούτιν αναλαμβάνει πολλές εταιρείες που σχετίζονται με την αμυντική βιομηχανία.
Άλλες καλά διοικούμενες εταιρείες με ανεπαρκώς πιστούς ιδιοκτήτες συχνά αποκτούν «έναν νέο ιδιώτη ιδιοκτήτη» που είναι τότε πιο πιστός. Μεσοπρόθεσμα έως μακροπρόθεσμα, αυτό θα διασφαλίσει ότι λιγότερες εταιρείες θα θέλουν να επενδύσουν στη δική τους επιχείρηση. «Αυτή είναι μια εξαιρετικά επικίνδυνη τάση», λέει η Subarewitsch.
Έρχεται κρίση στον τραπεζικό τομέα;
Εκτός από τη χρηματοδότηση του πολέμου μέσω του ρωσικού κρατικού προϋπολογισμού, έχει δημιουργηθεί ένα σύστημα στις ρωσικές τράπεζες που τις ενθαρρύνει να χορηγούν φθηνά δάνεια σε εταιρείες της πολεμικής οικονομίας.
«Αυτή η ιδέα διασφαλίζει ότι ο επίσημος κρατικός προϋπολογισμός παραμένει σε σταθερό επίπεδο», ανέφερε το οικονομικό περιοδικό Capital, σύμφωνα με τον πρώην τραπεζίτη των ΗΠΑ Κρεγκ Κένεντι.
«Αυτό δημιουργεί την εσφαλμένη εντύπωση ότι η ικανότητα χρηματοδότησης του πολέμου της Ρωσίας είναι βιώσιμη μακροπρόθεσμα», πράγμα που δεν ισχύει, σύμφωνα με τον Κένεντι, καθώς αυτή η στρατηγική είναι ένας σημαντικός παράγοντας για τη συνέχιση της ώθησης του πληθωρισμού υψηλότερα και, επομένως, στις ακραίες αυξήσεις των βασικών επιτοκίων. Επιπλέον, το Κρεμλίνο λέγεται ότι δημιουργεί τις προϋποθέσεις για μια «συστημική πιστωτική κρίση». Υπάρχει μια «βάση τοξικού χρέους» που «εξαπλώνεται στην αγορά εταιρικού δανεισμού».