
H καρέκλα εικάζεται ότι είναι το πιο διαδεδομένο έπιπλο παγκοσμίως με αριθμό κατασκευασμένων αντιτύπων που εκτιμάται σε δισεκατομμύρια.
Ακριβώς την ώρα που η πολιτική ορθότητα δεν μας επιτρέπει πλέον να την αποκαλούμε με το παραδοσιακό όνομα της εθνοκοινωνικής ομάδας που την εμπορευόταν ως πρόσφατα με ομολογουμένως τεράστια επιτυχία, η λευκή στιβαζόμενη καρέκλα πολυπροπυλαινίου επανασυστήνεται με έναν νέο χαρακτηρισμό που σταδιακά καθιερώνεται στο διεθνές ρεπερτόριο του σύγχρονου βιομηχανικού σχεδίου. Από περιφρονημένο αντικείμενο χωρίς ταυτότητα, αποκτά τώρα τον νέο της τίτλο «κάθισμα μονομπλόκ».
Το όνομα αυτό δεν το πήρε από τον δημιουργό ή σχεδιαστή της, ούτε είναι εμπορική επωνυμία, αλλά καθιερώθηκε εκ των υστέρων – όπως και οι αρχαίοι Mυκηναίοι και Mινωΐτες, που δεν μας άφησαν τα ονόματά τους και χρειάστηκε να τα εφεύρουμε. Γιατί για χρόνια, η συγκεκριμένη θεωρούνταν απλώς το άκρον άωτον του απρόσωπου commodity, και συνώνυμο της φτήνιας, της φτώχιας και της κακογουστιάς, μέχρι που λίγο μετά το γύρισμα του αιώνα άρχισε να βρίσκει υπέρμαχους. Τότε, πλέον, η καρέκλα που εικάζεται ότι είναι το πιο διαδεδομένο έπιπλο παγκοσμίως με αριθμό κατασκευασμένων αντιτύπων που εκτιμάται σε δισεκατομμύρια, χρειάστηκε να βγει από την ανωνυμία.
Προκρίθηκε ο όρος μονομπλόκ. Είναι τεχνικός και περιγράφει το γεγονός ότι αποτελείται από ένα μόνο κομμάτι πλαστικού – η κατασκευή γίνεται με έγχυση πολυπροπυλενίου σε ένα καλούπι στους 220–230 °C. Η όλη διαδικασία κατασκευής κρατάει ουσιαστικά ένα-δύο λεπτά. Το κάθε καλούπι μπορεί να φτιάξει περίπου ένα εκατομμύριο αντίτυπα προτού αρχίσει να φθείρεται, οπότε μεταπωλείται σε λιγότερο απαιτητικές αγορές και συνεχίζει να παράγει ασταμάτητα.
Δεν είναι σαφές ποιος την ανέδειξε πρώτος. Ήδη, πάντως, το 2004 στο βραχύβιο λογοτεχνικό περιοδικό Der Freund (Ο Φίλος) ο δοκιμιογράφος Jens Thiel την εκθείασε ως «το πιο επιτυχημένο έπιπλο στην ιστορία του κόσμου».
Η επιτυχία της, εξήγησε, οφείλεται πολύ απλά στα εξαιρετικά χαρακτηριστικά της. Είναι ένα έπιπλο ελαφρύ, αλλά σταθερό. Είναι στοιβαζόμενη και για αυτό μπορεί να αποθηκευτεί για εξοικονόμηση χώρου. Για τον ίδιο λόγο έχει πολύ χαμηλά μεταφορικά κόστη, είτε μιλαμε για κοντέινερ διεθνούς εμπορίου είτε λιανική πώληση σε τοπικό επίπεδο. Είναι αδιάβροχη και καθαρίζει εύκολα, ανθεκτική στην ταλαιπωρία και στις καιρικές συνθήκες, είναι σχεδόν αδύνατο να καταστραφεί με οποιονδήποτε τρόπο από την απλή χρήση. Και επιπλέον είναι και αρκετά άνετη.

Ένωσε τους ανθρώπους απ’ άκρη σ’ άκρη
Όμως, ο πιο καθοριστικός παράγοντας για την παγκόσμια επιτυχία της, είναι το πολύ χαμηλό κόστος κατασκευής σε συνδυασμό με την αντοχή της. Το πολυπροπυλένιο ως υλικό χαρακτηρίζεται από μια εξαιρετική ισορροπία αντοχής και ελαστικότητας, που το καθιστούν εξαιρετικά ανθεκτικό και σχεδόν άθραυστο. Κάθε μονάδα στοιχίζει για να κατασκευαστεί λίγα ευρώ. Για πρώτη φορά στην ιστορία, η ανθρωπότητα μπορούσε να αποκτήσει μια άνετη και ανθεκτική καρέκλα σε ασυναγώνιστα χαμηλή τιμή.
Με αυτά τα δεδομένα, η καρέκλα μονομπλόκ ήταν προδιαγεγραμμένο να κατακτήσει τον κόσμο. Από τα καφέ της κεντρικής Ευρώπης μέχρι το τελευταίο χωριό της Αφρικής, είναι πανταχού παρούσα. Σε ένα σύντομο άρθρο του 2011, ο μελετήτής τως ΜΜΕ Ethan Zuckerman εξηγεί πώς αποτελεί ένα τόσο διαδεδομένο έπιπλο που καταλήγει να είναι ένα «αντικείμενο χωρίς συμφραζόμενα» – ένα έπιπλο που έχει εντοπιστεί από τον Λευκό Οίκο μέχρι το Γκουαντάναμο χωρίς ποτέ να φαίνεται εκτός κλίματος, αλλά και χωρίς να σου δίνει καμία πληροφορία για το ποιο είναι το κλίμα του πλανήτη που κάθε φορά τη φιλοξενεί.
Σε αυτή την επέλαση, η μόνη ανάσχεση μπορεί να είναι ο νομικός περιορισμός. Κάποιες πόλεις, όπως η Βασιλεία (Ελβετία), την απαγόρευσαν σε δημόσιους χώρους ως «αντιαισθητική». Ελάχιστα, βέβαια, περιόρισε αυτό την εξάπλωσή της.
Αν και η ακριβής ληξιαρχική πράξη γέννησης της ταπεινής καρέκλας παραμένει αντίστοιχα αφανής, η προϊστορία που σήμερα θεωρείται ότι οδήγησε στη δημιουργία της είναι εξαιρετικά καλά τεκμηριωμένη, καθώς η βασική ιδέα της καρέκλας Monobloc βασίζεται σε ένα παλιό όραμα που μοιράστηκαν πολλοί σχεδιαστές στη διάρκεια του 20ου αιώνα: να φτιάξουν μια καρέκλα από ένα μόνο κομμάτι υλικού. Και καθώς το πνεὐμα ἠταν πρόθυμο, η ύλη άρχισε και αυτή να ακολουθεί.
Τα καλοκαίρια θα την δεις ακόμα και μέσα στη θάλασσα, με παππούδες και γιαγιάδες να κάθονται και να κουτσομπολεύουν. (Φωτογραφία: Unsplash)
Πώς ξεκίνησε η καρέκλα;
Τα πρώτα πειράματα με αυτή την ιδέα χρονολογούνται από τη δεκαετία του 1920 και αφορούσαν την πρεσαριστή λαμαρίνα ή το κόντρα πλακέ κάμψης. Με την έλευση του πλαστικού το πρώτο στοιβαζόμανο πλαστικό σετ επίπλων (καρέκλα και τραπεζάκι) κατασκευάστηκε από υαλοβάμβακα το 1946 από δύο Καναδούς, τον σχεδιαστή Douglas Colborne Simpson και τον μηχανικό Arthur James (Jim) Donahue, αλλά δεν μπήκε ποτέ σε παραγωγή, καθώς ακόμα δεν υπήρχε η κατάλληλη τεχνολογία για την μαζική παραγωγή. Το 1948 ο Charles Eames παρουσίασε στις Ηνωμένες Πολιτείες τις αντίστοιχα οικονομικές (αλλά όχι στοιβαζόμενες) καρέκλες υαλοβάμβακα DAR, που μπήκαν στην παραγωγή το 1950 και την ἰδια χρονιά στο MoMA.
Από τη δεκαετία του 1950, η νέα τεχνολογία των πλαστικών κατέστησε δυνατή την κατασκευή καρεκλών με χύτευση ή συμπίεση του υλικού στο επιθυμητό σχήμα σε ένα μόνο στάδιο παραγωγής. Στα πρώτα μοντέλα μαζικής παραγωγής περιλαμβάνονται η καρέκλα Panton (1958-68), που σχεδιάστηκε από τον Δανό σχεδιαστή Verner Panton, η καρέκλα Bofinger (1964-68) του Γερμανού αρχιτέκτονα Helmut Bätzner και η καρέκλα Selene (1961-68), δημιούργημα του Ιταλού σχεδιαστή Vico Magistretti.
Το αποφασιστικό βήμα όμως φαίνεται ότι έγινε το 1972, όταν ο Γάλλος μηχανικός Henry Massonnet πήρε αυτά τα ακριβά μοντέλα ως αφετηρία για να σχεδιάσει τη πολυθρόνα κήπου Fauteuil 300, η οποία θεωρείται το αρχέτυπο της φθηνής πλαστικής καρέκλας. Βελτιώνοντας την αποτελεσματικότητα της διαδικασίας κατασκευής, ο Massonnet κατάφερε να μειώσει τη διάρκεια ολόκληρου του κύκλου παραγωγής σε λιγότερο από δύο λεπτά. Η αρχική της μορφή είναι κάπως πιο εκλεπτυσμένη σχεδιαστικά από αυτήν που καθιερώθηκε, φαίνεται όμως ότι αυτός πλησίασε πολύ κοντά.
Καθώς δεν υπήρξε μία παγκόσμια κατοχύρωση του σχεδίου, σιγά-σιγά άρχισε να κυκλοφορεί σε άπειρες παραλλαγές. Από τη δεκαετία του 1980 και μετά, όλο και περισσότερες εταιρείες έφερναν στην αγορά παρόμοια μοντέλα. Η «κλασική» της μορφολογία φαίνεται να καθιερώθηκε με το μοντέλο Resin Garden Chair της Grosfillex το 1983. Η κατασκευή της είναι τόσο απλή που πλέον παρασκευάζεται παντού με διάφορες μικρές παραλλαγές.
Αριστερά: κουνιστή πολυθρόνα Ordinære των Rodney Glick και Enrique Jungbauer με ενσωματωμένη ξύλινη λικνιζόμενη βάση από αμερικανική οξυά. Δεξιά: The Cafè Chair από τους Βραζιλιάνους Campana Brothers (Humberto & Fernando Campana) με μια πλαστική καρέκλα ενταγμένη σε μία μεγάλη πλεχτή πολυθρόνα.
Κυκλοφόρησαν απομιμήσεις χωρίς την ίδια αντοχή
Στην αγορά πάντως, χρειάζεται προσοχη, γιατί εντέλει δεν είναι όλες ίδιες: στην προσπάθεια να εξοικονομηθεί πρώτη ύλη, έχουν κυκλοφορήσει υπερβολικά λεπτοφτιαγμένα μοντέλα, πιθανώς και με σχεδιαστική ατέλεια, τα οποία δεν έχουν ούτε την στήριξη ούτε την αντοχή της «αυθεντικής». Σε αντίθεση με τις κλασικές, δεν θα μπορέσετε να καθίσετε άφοβα στα χαλίκια, στην άμμο, στο χώμα, γενικά οπουδήποτε: θα σας προδώσουν και θα λυγίσουν υπό το βάρος του σώματος και της λάθος ισορροπίας.
Καλλιτέχνες, όπως ο Bert Loeschner, χρησιμοποίησαν δημιουργικά την κλασική μονομπλόκ για τη δημιουργία πρωτότυπων εικαστικών έργων. Το 2017 μία αφιερωματική έκθεση οργανώθηκε στο μουσείο Vitra Design Mueum στη Γερμανία (Weil am Rhein) και το 2023 στη Γκαλερί Tensta της Στοκχόλμης.
Αυτό που κρατά ακόμα την καρέκλα Monobloc εκτός νυμφώνος υψηλής αισθητικής είναι η χαμηλή τιμή της. Πώς να χαρακτηριστεί πραγματικό αντικείμενο ντιζάιν κάτι τόσο χύδην διαδεδομένο και οικονομικά προσιτό; Το πρόβλημα τελευταία ξεπερνιέται, καθώς όλο και περισσότεροι καλλιτέχνες και designer την επανερμηνεύουν σε upcycling μοντέλα. Αυτά περιλαμβάνουν την The Cafè Chair από τους Βραζιλιάνους Campana Brothers (Humberto & Fernando Campana) με μια πλαστική καρέκλα ενταγμένη σε μία μεγάλη πλεχτή πολυθρόνα, ή την κουνιστή πολυθρόνα Ordinære των Rodney Glick και Enrique Jungbauer με ενσωματωμένη ξύλινη λικνιζόμενη βάση από αμερικανική οξυά (συλλεκτική έκδοση διαθέσιμη προς 1.550 ευρώ εδώ).
Εκεί που υπάρχει σπάνη αγαθών πάντως, η πλαστική καρέκλα αναχρησιμοποιείται με πιο ευρηματικούς και χρηστικούς τρόπους, μένοντας μάλλον πιο πιστή στην αρχική σύλληψη για ένα καθολικά προσβάσιμο αγαθό. Στην Ουγκάντα τούς προσθέτουν ρόδες ποδηλάτων για να τις κάνουν αναπηρικά αμαξίδια, καθώς τα κανονικά είναι απρόσιτα.
Διαβάστε ακόμη: Η λάμπα-σχεδιαστικό κομψοτέχνημα που «ποζάρει» όταν την κοιτάς





