Ρεκόρ απασχόλησης για την Ελλάδα, με ελληνική πρωτιά στην ΕΕ στο τέλος του 2024

Σε ιστορικό υψηλό ανήλθε η απασχόληση στην Ελλάδα στα τέλη του περασμένου έτους, καθώς ο υψηλός ρυθμός ανάπτυξης, η δημιουργία νέων θέσεων από τον ιδιωτικό τομέα και η αυξημένη συμμετοχή των γυναικών συνέβαλαν στη συνεχιζόμενη ανάκαμψη της αγοράς εργασίας.
Η απασχόληση στη χώρα μας το τέταρτο τρίμηνο του 2024 ανήλθε στο 70,1% του πληθυσμού 20 έως 64 ετών, σύμφωνα με τα νεότερα συγκεντρωτικά στοιχεία της Eurostat. Πρόκειται για αύξηση της τάξης των 0,8 μονάδων σε σύγκριση με το αμέσως προηγούμενο τρίμηνο και αποτελεί τη μεγαλύτερη βελτίωση ανάμεσα στα 27 κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Είναι η πρώτη φορά που η μέτρηση για την Ελλάδα ξεπερνά το 70% και πρόκειται για την καλύτερη επίδοση της χώρας μας από τότε που άρχισε η αναλυτική καταγραφή δεδομένων, πριν από 16 χρόνια.
Το μεγαλύτερο μέρος της ανάκαμψης σημειώθηκε την τελευταία πενταετία, με την απασχόληση να ενισχύεται από 60,7% στα μέσα του 2019 στο 70,1%, δηλαδή κατά 9,4 μονάδες, παρά τις ενδιάμεσες προκλήσεις που προκάλεσε η πανδημία, όταν η οικονομική δραστηριότητα «πάγωσε» σε μεγάλο βαθμό ώστε να προστατευθεί η δημόσια υγεία.
Ως αποτέλεσμα όλων των θετικών εξελίξεων, η απόκλιση της Ελλάδας από τον μέσο όρο της ΕΕ περιορίστηκε στις 5,8 μονάδες, που συνιστά το μικρότερο «χάσμα» από το 2011, δηλαδή από την περίοδο της οικονομικής κρίσης.
Η απασχόληση και η ανεργία είναι οι δύο πλευρές του νομίσματος της αγοράς εργασίας. Η πρώτη φανερώνει τη συμμετοχή στην παραγωγική διαδικασία και η δεύτερη αντανακλά το ποσοστό των πολιτών που αναζητούν δουλειά αλλά δεν βρίσκουν.
Με την απασχόληση να πέφτει πλέον σε ιστορικά υψηλά και την ανεργία να υποχωρεί τον Ιανουάριο στο χαμηλότερο επίπεδο από το 2008 (8,7%), είναι πλέον σαφές ότι η αγορά εργασίας έχει ξεπεράσει πλήρως την εποχή της κρίσης, παρά τις συνέπειες που προκάλεσε η πανδημία.
Δομικές επιτυχίες στο παραγωγικό μοντέλο
Κρίσιμοι παράγοντες στην ανάκαμψη είναι η άνοδος στη συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας, μέτωπο όπου παραδοσιακά η χώρα μας έχει κακές επιδόσεις, και η ευρύτερη εισροή εργαζόμενων στον ιδιωτικό τομέα.
Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, η ανεργία των γυναικών διαμορφώθηκε τον Ιανουάριο στο 10,9%, έναντι 20,8% τον αντίστοιχο μήνα του 2020, συγκλίνοντας πλέον με το επίπεδο της ανεργίας των ανδρών.
Οι εκθέσεις του πληροφοριακού συστήματος ΕΡΓΑΝΗ, παράλληλα, καταδεικνύουν πως το περασμένο έτος ο ιδιωτικός τομέας δημιούργησε 70.349 περισσότερες θέσεις από αυτές που χάθηκαν, προσθέτοντας στο θετικό ισοζύγιο του μισού εκατομμυρίου θέσεων από το 2019.
Η ενίσχυση της απασχόλησης δεν έχει, ωστόσο, συντελεστεί σε βάρος των μισθών. Αντίθετα, τα στοιχεία της ΕΡΓΑΝΗΣ δείχνουν μία συστηματική μετακίνηση των μισθωτών προς ανώτερα μισθολογικά κλιμάκια, ο κατώτατος μισθός έχει αυξηθεί τέσσερις φορές από το 2019 και επίκειται νέα αύξηση τον Απρίλιο, ενώ και οι μέσες αποδοχές κινούνται ανοδικά.
Η νεότερη ένδειξη για τη σταθερά θετική πορεία των απολαβών προήλθε από τον Δείκτη Μισθολογικού Κόστους της ΕΛΣΤΑΤ, σύμφωνα με τον οποίο το μισθολογικό κόστος αυξήθηκε κατά 4,9% το τελευταίο τρίμηνο του 2024, σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2023 (με εποχική διόρθωση)