Ποια ευρωπαϊκά προϊόντα απειλούνται από τους δασμούς του Τραμπ – Πώς επηρεάζει την Ελλάδα

Οι ΗΠΑ αποτελούν μία από τις πιο δυναμικές αγορές για τα ελληνικά προϊόντα, με εξαγωγές οι οποίες περιλαμβάνουν προϊόντα υψηλής ποιότητας και προστιθέμενης αξίας, όπως το ελαιόλαδο, οι βρώσιμες ελιές, το κρασί και τα γαλακτοκομικά, εξηγεί ο πρόεδρος του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθηνών, κ. Γιάννης Μπρατάκος, σύμφωνα με ρεπορτάζ του CNN Greece.
«Ο ανταγωνισμός από τρίτες χώρες – που δεν υπόκεινται σε αντίστοιχους δασμούς – αναμένεται να ενταθεί, με άμεσες απώλειες για τα μερίδια αγοράς των ελληνικών προϊόντων, ειδικά σε κατηγορίες όπου το κριτήριο της τιμής είναι καθοριστικό.
Παράλληλα, δημιουργείται έντονος προβληματισμός στους εισαγωγείς των ΗΠΑ, οι οποίοι αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα ρευστότητας και ήδη αναπροσαρμόζουν τις εμπορικές τους επιλογές» σημειώνει ο κ. Μπρατάκος.
«Θεωρώ πιθανό ότι θα υπάρξουν επιμέρους διαπραγματεύσεις μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ απευθείας με τις ΗΠΑ, έτσι ώστε να εξαιρεθούν συγκεκριμένα προϊόντα από την επιβολή δασμών, όπως έχει συμβεί και στο παρελθόν με πολλά ελληνικά προϊόντα, όπως το λάδι και η φέτα» εκτιμά ο πρόεδρος του ΕΒΕΑ.
Υπενθυμίζεται πως τα ελληνικά τυριά εξαιρέθηκαν από το προηγούμενο «κύμα» αμερικανικών δασμών, το 2020.
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η Αμερική ήταν μια φυσική αγορά-στόχος για τις ευρωπαϊκές εταιρείες, ωστόσο από την αρχή του έτους, οι απρόβλεπτες ανακοινώσεις του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ για τους δασμούς έχουν ταράξει τις επιχειρήσεις όλων των μεγεθών.
Αυτό περιλαμβάνει το ιρλανδικό τζιν και ουίσκι, το γαλλικό κρασί και την σαμπάνια, το ιταλικό τυρί και τα γερμανικά βιομηχανικά προϊόντα.
«Η Στουτγάρδη, η Άνω Βαυαρία και η περιοχή του Μπράουνσβαϊγκ -η οποία περιλαμβάνει το Βόλφσμπουργκ- είναι πιθανό να υποστούν τις πιο έντονες επιπτώσεις», σύμφωνα με εκτιμήσεις αναλυτών της Capital Economics.
Αυτές οι περιοχές δεν φιλοξενούν μόνο εργοστάσια παραγωγής αυτοκινήτων αλλά χρησιμεύουν επίσης ως κρίσιμοι κόμβοι στην παγκόσμια αλυσίδα εφοδιασμού αυτοκινήτων.
Πρόσθετο κόστος 150 δισ. ευρώ ετησίως
Στο σενάριο της απειλής δασμών 30%, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, το πρόσθετο κόστος για τις συνολικές εξαγωγές μπορεί να ξεπεράσει τα 150 δισ. ευρώ ετησίως, αν εφαρμοστούν καθολικά στα 532 δισ. ευρώ, με το πραγματικό πλήγμα να διαφέρει ανά κλάδο, σύμφωνα με στοιχεία του ΕΒΕΠ.
Αρκετές επιχειρήσεις θα μετακυλήσουν το κόστος στους καταναλωτές, ενώ φάρμακα, μηχανήματα και εξαγωγές οίνου, αγροτικών προϊόντων και αυτοκινήτων μπορεί να χάσουν μερίδιο αγοράς λόγω αυξημένης τελικής τιμής.
«Με δασμό 30%, οι ελληνικές εξαγωγές σε τρόφιμα, ποτά, φάρμακα και βιομηχανικά προϊόντα θα αντιμετωπίσουν αυξημένο κόστος, πιθανώς μειώνοντας τις εξαγωγές κατά 20-25% και με απώλειες τουλάχιστον 0,5 δισ. δολάρια. Αυτό θα μετατρέψει το ελληνικό εμπορικό πλεόνασμα σε έλλειμμα, πλήττοντας ελληνικές εξαγωγικές επιχειρήσεις, ιδίως τις μικρομεσαίες» σύμφωνα με το ΕΒΕΠ.
Υπενθυμίζεται πως το 2024, οι ελληνικές εξαγωγές προς τις Ηνωμένες Πολιτείες ανήλθαν σε 2,41 δισ. ευρώ, σημειώνοντας αύξηση ύψους 13,9% σε σύγκριση με το 2023 και 20,7% σε σύγκριση με το 2020, σύμφωνα με στοιχεία του Ινστιτούτου Εξαγωγικών Ερευνών και Σπουδών.
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, το 2024, η ΕΕ εξήγαγε αγαθά αξίας 382 δισ. ευρώ στις Ηνωμένες Πολιτείες, σύμφωνα με στοιχεία του Διεθνούς Κέντρου Εμπορίου.
Εν αναμονή λύσης ή κλιμάκωσης
Η 1η Αυγούστου είναι η ημερομηνία που θα τεθούν σε ισχύ οι δασμοί στα ευρωπαϊκά προϊόνται που εισάγονται στις ΗΠΑ και σύμφωνα με τους Financial Times, ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ υιοθετεί τώρα μια πιο σκληρή γραμμή στις διαπραγματεύσεις και πιέζει για ελάχιστους δασμούς 15-20%.
Το εμπόριο τροφίμων και ποτών της ΕΕ με τις ΗΠΑ ανέρχεται σε σχεδόν 30 δισ. ευρώ και η εμπορική ομάδα Food Drink Europe προειδοποίησε αυτή την εβδομάδα ότι οποιαδήποτε κλιμάκωση των δασμών – οι οποίοι γενικά καταβάλλονται από τον εισαγωγέα – θα πλήξει τους ευρωπαίους παραγωγούς και αγρότες, ενώ θα περιορίσει τις επιλογές και θα αυξήσει το κόστος για τους αμερικανούς καταναλωτές, σύμφωνα με το CNBC.
Ακόμα και ο εισαγωγικός δασμός 10% των ΗΠΑ που επιβλήθηκε τον Απρίλιο ήταν πλήγμα για τις επιχειρήσεις, ενώ πλέον επικρατεί τεράστια αβεβαιότητα σχετικά με το αν μπορεί τελικά να επιτευχθεί συμφωνία μέσα στις επόμενες δύο εβδομάδες και ποιες λεπτομέρειες ή συμβιβασμούς μπορεί να περιέχει.



