
Ο Ελευθέριος Μουζάκης δεν ήταν απλά ένας επιχειρηματίας-ογκόλιθος στην Ελλάδα. Ήταν κι ένας έντιμος αρτίστας του επιχειρείν, με τα ρούχα του και το στυλ του να αποκαλύπτουν την ουσία του ανθρώπου. Το φαίνεσθαι ήταν πιστή αντανάκλαση του είναι.
Ο Ελευθέριος Μουζάκης ήταν ένας επιχειρηματίας που δεν σημάδεψε μόνο την επιχειρηματική δράση στην Ελλάδα, αλλά έδωσε και έναν τόνο, μια κατεύθυνση για το πώς είναι το φαίνεσθαι ενός επιχειρηματία αυτού του μεγέθους. Έβαλε την εντιμότητα σε πρώτο πλάνο, πορεύτηκε με αυτή και, αν διαβάσετε την ιστορία του, θα δείτε πως αυτή η εντιμότητα διαμόρφωσε και το στυλ του. Ένας προσηνής κύριος, που πέρασε όλες τις κακουχίες της ζωής ως παιδί, έγινε ένας ευειδής άνδρας, με εμπριμέ γραβάτες, με το χαρακτηριστικό γυαλί του και, ενίοτε, τη φεντόρα του.
Υπάρχουν επιχειρηματίες που σημαδεύουν ανεξίτηλα την οικονομική ιστορία των χωρών τους. Ο Αριστοτέλης Ωνάσης και ο Σταύρος Νιάρχος είναι δύο από τους διασημότερους. Άλλοι, όπως ο περιβόητος Κοσκωτάς, γίνονται γνωστοί για λιγότερο ευγενείς λόγους. Στην Ελλάδα, ο πατριάρχης-επιχειρηματίας της κλωστοϋφαντουργίας υπήρξε ταυτόχρονα ο θεμελιωτής του ελληνικού επιχειρηματικού μάρκετινγκ, ο ειλικρινέστερος Έλληνας βιομήχανος-φορολογούμενος (δηλώνοντας πολλαπλάσιο εισόδημα από τους ανταγωνιστές του), και ο επιχειρηματίας με ρεκόρ εξαγωγών. Και όπως κάθε συναρπαστική ιστορία του είδους, δεν ξεκινά με πλούτη, αλλά με ανέχεια.
Ο Ελευθέριος Μουζάκης (1913–2006) ξεκίνησε τη ζωή του όπως πολλοί αυτοδημιούργητοι επιχειρηματίες του 20ού αιώνα: μέσα στη φτώχεια της προπολεμικής Ελλάδας, πουλώντας λεμόνια και μυγοπαγίδες στους δρόμους — και κάποτε τα παπούτσια του για λίγες καραμέλες.
Το ανήσυχο πνεύμα του, η επιχειρηματική του δεινότητα και η επιδεξιότητά του στο παίγνιο των εξαγορών και συγχωνεύσεων, του επέτρεψαν να χτίσει έναν βιομηχανικό κολοσσό μοναδικό για τα δεδομένα της εποχής: τις περίφημες «Κλωστές Πεταλούδας». Και να γίνει ένας επιχειρηματίας-υπόδειγμα ως προς τη στάση του απέναντι στο κράτος, την κοινωνία, έντιμος μέχρι το μεδούλι.
Ήταν η εποχή λίγο πριν από τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου (1944), όταν η Ελλάδα διέθετε ακόμη στιβαρή εγχώρια βιομηχανική παραγωγή. Φεύγοντας από τη ζωή τον Σεπτέμβριο του 2006, σε ηλικία 93 ετών, απαγόρευσε στους επιγόνους του να πουλήσουν την εταιρεία του για μια περίοδο δεκαπέντε ετών, έως το 2021, προκαλώντας ένα από τα πιο διαβόητα ελληνικά επιχειρηματικά θρίλερ με άρωμα Succession.
Όσοι τον γνώρισαν μιλούν για την τελειομανία και την προσήλωσή του στη λεπτομέρεια, και στην εξελικτική πορεία του στυλ του, αυτό φαινόταν όλο και πιο έντονα.
Από «λεμονάς», επιχειρηματίας-ογκόλιθος της Ελλάδας
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Η ιστορία του ξεκινά στην οθωμανοκρατούμενη Σμύρνη, το 1913. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή ήρθε και αυτός, όπως εκατοντάδες χιλιάδες άλλοι, κατατρεγμένος πρόσφυγας στην Ελλάδα. Η οικογένεια εγκαταστάθηκε τελικά στην Αθήνα, όπου ο Μουζάκης ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές του σπουδές (το τότε εξατάξιο), εργαζόμενος παράλληλα για να στηρίξει την οικογένειά του.
Όσοι τον γνώρισαν μιλούν για την τελειομανία και την προσήλωσή του στη λεπτομέρεια. Το 1935, ως υπεύθυνος πωλήσεων της εταιρείας κλωστών «Τρία Αστέρια», συνέλαβε για πρώτη φορά την ιδέα της συνεργασίας με κάποιον διεθνώς αναγνωρισμένο οίκο. Μπορεί άλλοι κλάδοι της ελληνικής οικονομίας, όπως η ναυτιλία, να διατηρούσαν παραδοσιακά δεσμούς με το εξωτερικό, αλλά ο χώρος της κλωστοϋφαντουργίας δεν είχε ακόμη ανοίξει τα φτερά του. Κι όμως, το 1937 η γαλλική Cartier Bresson ξεκίνησε την πρώτη Joint venture συνεργασία με ελληνική επιχείρηση.
Μετά το μεσοδιάστημα του Πολέμου, στον οποίο πολέμησε ως διοικητής του Γ’ Αποσπάσματος Επιμελητείας, συμφώνησε με τους εργοδότες του να λάβει ως αμοιβή όχι χρήματα αλλά τα νήματα της εταιρείας. Έτσι ξεκίνησε τη δική του παραγωγή, χρησιμοποιώντας χειροκίνητες και ποδοκίνητες μηχανές. Το 1949, το πρώτο ηλεκτροκίνητο εργοστάσιο «Κλωστές Πεταλούδας» άνοιξε τις πόρτες του στη Χαραυγή.
Στις δύο αυτές αφίσες αποτυπώνεται η δεινότητα του «Πεταλούδα» στο μάρκετινγκ, με χιούμορ που για την εποχή του ήταν αιρετικό, «πικάντικο» και ελκυστικό.
Από το 1950 έως το 1954, επέκτεινε περαιτέρω την επιχειρηματική του δραστηριότητα, συνάπτοντας συμφωνία εκπροσώπησης και συμπαραγωγής με τη γαλλική DMC (διάδοχο της Cartier Bresson) και προχωρώντας σε συγχώνευση με τις «Κλωστές Κιθάρας» — τη μόνη σοβαρή ανταγωνίστρια στον χώρο. Έτσι ιδρύθηκαν οι «Α.Ε. Κλωστές Πεταλούδας – Κιθάρας» (εμπορική) και οι «Κλωστοβιομηχανίαι Ελλάδος» (βιομηχανική). Γενικός διευθυντής και ρυθμιστής όλης της αγοράς; Ο Ελευθέριος Μουζάκης.
Το 1974, ίδρυσε μονάδα κατασκευής των δικών του κλωστηρίων, εξοικονομώντας εισαγωγές, και ταυτόχρονα αύξησε τις εξαγωγές. Την ίδια χρονιά ανεγέρθηκε στην παραλία της Θεσσαλονίκης το εμβληματικό «Μέγαρο Μουζάκης», πολυτελές και πρωτοποριακό για τα δεδομένα της εποχής. Το 1977 απέκτησε πλήρη έλεγχο των εταιρειών του. Ο «βασιλέας» της ελληνικής κλωστοϋφαντουργίας είχε πλέον τον απόλυτο έλεγχο. Τον Φεβρουάριο του 1991, η «ΕΛ. Δ. ΜΟΥΖΑΚΗΣ ΑΕ» εισήχθη στο Χρηματιστήριο Αθηνών και, παρά την κρίση του Κόλπου, η δημόσια εγγραφή της υπερκαλύφθηκε κατά 13,7 φορές.
Με τις κλωστές του, ο Μουζάκης έφτιαχνε τα δικά του ρούχα, τις δικές του πολύ χαρακτηριστικές γραβάτες.
Ένας επαΐων του μάρκετινγκ και αρτίστας του στυλ
Η πορεία των επόμενων δεκαετιών ήταν ακάθεκτη προς την επιτυχία. Εξαγορές εταιρειών, δημιουργία ή συμμετοχή σε εκκοκκιστήρια, συνεργασίες με παγκόσμιους οίκους για αποκλειστικές εισαγωγές, αγορά οικοπέδων και ανέγερση κτηρίων, ακόμα και επενδύσεις σε τομείς πέραν της κλωστοϋφαντουργίας. Το ανήσυχο πνεύμα και το επιχειρηματικό ένστικτο του Μουζάκη σπάνια τον πρόδιδαν.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η πολυφορεμένη σήμερα τεχνική μάρκετινγκ «αγοράστε δύο προϊόντα στην τιμή του ενός» αποδίδεται συχνά στον ίδιο ή στους συνεργάτες του. Παράλληλα, υπήρξε ένας παλαιάς κοπής εργοστασιάρχης-πάτρωνας καλλιτεχνών. Η Άντζελα Δημητρίου φέρεται να εργάστηκε στο εργοστάσιο της Πεταλούδας στο Περιστέρι, ενώ η Αγγελική Κιουρτσάκη, επίσης γνωστή στο λαϊκό τραγούδι, απασχολήθηκε σε άλλη μονάδα του ομίλου.
Σύμφωνα με την αυτοβιογραφία του, το 1950, καθ’ οδόν προς τη Θεσσαλονίκη, γνώρισε τον στρατιώτη και τραγουδιστή Όμηρο Αθηναίο. Η χημεία τους ήταν άμεση· ο Μουζάκης μεσολάβησε για μετάθεσή του στο ΓΕΣ, με σκοπό τη δημιουργία μουσικής εκπομπής στο ραδιόφωνο που θα ανταγωνιζόταν εκείνη του Γιώργου Οικονομίδη, χορηγό της «Κλωστές Κιθάρας». Η εκπομπή του Αθηναίου, υπό την αιγίδα της Πεταλούδας, γνώρισε μεγάλη επιτυχία. Εκεί πρωτοακούστηκε η Νάνα Μούσχουρη, ενώ ο Κώστας Χατζηχρήστος έκανε αίσθηση ως Θύμιος με το θρυλικό «Αμ πώς!». Έναν χρόνο αργότερα, οι «Κλωστές Κιθάρα» απορροφήθηκαν από τον όμιλο Πεταλούδας.
Μετά τον θάνατό του, όπως συχνά συμβαίνει, ξέσπασε διαμάχη για τη διαχείριση της περιουσίας του. Όμως η επιχειρηματική κληρονομιά του ανθρώπου με τη φεντόρα, το σπινθηροβόλο βλέμμα πίσω από τα γυαλιά και την πληθώρα από εκκεντρικές γραβάτες, παραμένει ζωντανή — ένας θρύλος της ελληνικής βιομηχανικής Ιστορίας.
Ο Μουζάκης ήταν η τρανή απόδειξη του «γηράσκω αεί διδασκόμενος» ως προς το στυλ του. Όσο μεγάλωνε, τόσο καλύτερος γινόταν σε αυτό που εξέπεμπε. Στο τρυφερό του χαμόγελο, που φανέρωνε το πόσο άβολα ένιωθε με το να δείχνεται και το πόσο ταπεινός ήταν, μπορούσε κανείς να δει την ένωση της αυτοπεποίθησης του επιτυχημένου επιχειρηματία με την απόλαυση του μικρού Λευτέρη, εκείνου που κάποτε πουλούσε λεμόνια.
Διαβάστε ακόμη: Η ανεπιτήδευτη ευγένεια του Νίκου Γαλανού (1945-2025)





