Οικονομία

Διπλή γερμανική βόμβα βάζει το πακέτο Μερτς για την άμυνα και τις υποδομές στο ευρωπαϊκό Σύμφωνο Σταθερότητας

Διπλή βόμβα βάζει η Γερμανία στο ευρωπαϊκό Σύμφωνο Σταθερότητας, τόσο το υφιστάμενο (το οποίο ισχύει από την 1η Ιανουαρίου 2025), όσο και σε εκείνο που θα διαμορφωθεί μετά την ενσωμάτωση της ενεργοποίησης των εθνικών ρητρών διαφυγής για την αύξηση των δαπανών άμυνας έως 1,5% βάσει της σύστασης που έχει κάνει η Κομισιόν μέσω της Λευκής Βίβλου, που δημοσιοποιήθηκε στις 19 Μαρτίου 2025.

Αυτό παραδέχεται εκτεταμένη μελέτη του Ινστιτούτου της γερμανικής Οικονομίας (IW), ο πρόεδρος του οποίου πρωτοστάτησε στη διαμόρφωση του πακέτου Μερτς, η οποία δημοσιοποιήθηκε στις 22 Μαρτίου 2025, δηλαδή μία μέρα μετά την υπερψήφιση του εν λόγω πακέτου για την άμυνα και τις υποδομές από τον Ομοσπονδιακό Συμβούλιο των τοπικών κυβερνήσεων των γερμανικών κρατιδίων (21.3.25) και πέντε μέρες μετά την υπερψήφιση του ίδιου πακέτου από την Ομοσπονδιακή Βουλή της Γερμανίας.

Υπενθυμίζεται πως το πακέτο Μερτς (το οποίο πέρασε με τις ψήφους του CDU, του SPD και των Πρασίνων) και θα εφαρμοστεί από την κυβέρνηση CDU – SPD, έχει τρεις βασικές προσαρμογές στο γερμανικό Σύνταγμα:

  1. Πρώτον, στο μέλλον (σ.σ. χωρίς χρονικό περιορισμό) θα υπάρξει εξαίρεση από το φρένο χρέους για τις δαπάνες άμυνας και ασφάλειας πάνω από το 1% του ΑΕΠ
  2. Δεύτερον ένα ειδικό ταμείο για επενδύσεις με διάρκεια δώδεκα ετών (σ. σ. χωρίς χαλάρωση του φρένου χρέους)
  3. Τρίτον, μια χαλάρωση του φρένου χρέους για τα ομόσπονδα κρατίδια μέχρι του 0,35% του ΑΕΠ.

Σύμφωνα με το IW, o πρόεδρος του οποίου (Μίκαελ Χούτερ, Michael Huether) ήταν εκ των αρχιτεκτόνων του πακέτου Μερτς, εάν οι νεοδημιουργηθείσες επιλογές χρηματοδότησης χρησιμοποιηθούν πλήρως, το ονομαστικό επίπεδο του χρέους θα αυξηθεί κατά περίπου 2,2 τρισ. ευρώ τα επόμενα δώδεκα χρόνια.

Επομένως, ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ θα ανέλθει σε ένα εκτιμώμενο ποσοστό 85% το 2037. Μέχρι τότε, το ετήσιο έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης θα είναι μεταξύ 3,3% και 3,4%, ενώ τα χειρότερα σενάρια κάνουν λόγο ακόμα και για 5%.

Ωστόσο, οι δαπάνες για τόκους θα αυξηθούν επίσης αισθητά ως αποτέλεσμα και θα επιβαρύνουν όλο και περισσότερο τους δημόσιους προϋπολογισμούς. Ο λόγος τόκων-φορολογίας της ομοσπονδιακής κυβέρνησης θα μπορούσε να διπλασιαστεί από το 2025 και να φτάσει το 17% έως το 2037, σύμφωνα με το IW.

Τι σημαίνει το πακέτο Μερτς για το Σύμφωνο Σταθερότητας

Σύμφωνα με το IW, oι απαιτήσεις του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης προβλέπουν αφενός μέγιστο ποσοστό χρέους 60% και αφετέρου μέγιστο χρηματοδοτικό έλλειμμα 3% ετησίως.

Το πρόσθετο χρέος, όμως, από την αύξηση του δημοσίου δανεισμού για την άμυνα, θα μπορούσε να προκαλέσει αύξηση του δημόσιου ελλείμματος έως και 5%.

Ωστόσο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξετάζει (στα πλαίσια της Λευκής Βίβλου για την άμυνα) το ενδεχόμενο να εξαιρέσει από τους δημοσιονομικούς κανόνες τις αμυντικές δαπάνες που ανέρχονται το πολύ στο 1,5% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος.

Στην περίπτωση αυτή, το γερμανικό έλλειμμα (εξαιρουμένων των χρηματοδοτούμενων από πιστώσεις δαπανών για την άμυνα και την ασφάλεια) θα μειωθεί τουλάχιστον κάτω από το όριο του 3% ετησίως.

Αυτό δείχνει ότι η υπέρβαση του ορίου δεν οφείλεται στις εξαιρετικές συνθήκες πολιτικής ασφάλειας.

Παρ’ όλα αυτά, σύμφωνα με το IW, οι Γερμανοί πολιτικοί θα πρέπει να διαπραγματευτούν με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή σχετικά με το βαθμό στον οποίο επιτρέπονται πρόσθετα δάνεια για επενδύσεις σε υποδομές, παρόλο που ο λόγος χρέους της γερμανικής κυβέρνησης είναι πάνω από το 60% και η πορεία των καθαρών πρωτογενών δαπανών για τη μείωση του λόγου χρέους θα πρέπει επομένως να είναι επίπεδη.

Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι δημοσιονομικοί κανόνες της ΕΕ δεν περιλαμβάνουν ρήτρα επενδύσεων, σύμφωνα με την οποία οι επενδύσεις αντιμετωπίζονται διαφορετικά από τις καταναλωτικές δαπάνες της κυβέρνησης, μια προφανής ανεπάρκεια των νέων δημοσιονομικών κανόνων ενόψει των υψηλών επενδυτικών απαιτήσεων σε πολλά κράτη μέλη.

Τα έμμεσα καθήκοντα της κυβέρνησης Μερτς

Παρά τη χρηματοδοτική δέσμη μέτρων, αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα άμεση πίεση (σ.σ. δημοσιονομικής) εξυγίανσης, καθώς ένα υψηλότερο ποσοστό των μελλοντικών φορολογικών εσόδων θα πρέπει να δαπανηθεί για τόκους.

Μια προσομοίωση των δημοσιονομικών επιπτώσεων καθιστά σαφές ότι ο λόγος του χρέους θα είναι χαμηλότερος όσο καλύτερα οι επόμενες ομοσπονδιακές κυβερνήσεις καταφέρνουν να δημιουργήσουν πρόσθετη ανάπτυξη με τις επιπλέον χρηματοδοτούμενες επενδύσεις.

Το νέο περιθώριο ελιγμών δεν είναι αυτοσκοπός- μια βιώσιμη οργάνωση των δημόσιων οικονομικών παραμένει ο πρωταρχικός στόχος, ακόμη και με το νέο περιθώριο ελιγμών. Προκειμένου να γίνουν αναπτυξιακά βήματα και αισθητή βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, απαιτείται η αποτελεσματική αξιοποίηση των πόρων, η οποία, υπό τις παρούσες συνθήκες-πλαίσιο και υπό το πρίσμα του διερευνητικού εγγράφου της CDU/CSU και του SPD.

Αυτό που απαιτείται τώρα είναι μία πολιτική ηγεσία που θα λαμβάνει πάνω απ’ όλα υπόψη της τους οικονομικούς περιορισμούς, κατά την προσεχή νομοθετική περίοδο και πέραν αυτής.

Χωρίς αυτό, υπάρχει κίνδυνος το πρόσθετο χρέος να δημιουργήσει πληθωριστικές πιέσεις, με αποτέλεσμα την αύξηση των επιτοκίων και το σβήσιμο της προσδοκώμενης αναπτυξιακής τόνωσης.

Συγκεκριμένα, πρέπει τώρα να προσδιορίσει η Γερμανία και να ιεραρχήσει τις συγκεκριμένες ανάγκες σε άμυνα και υποδομές και να τις υλοποιήσουμε γρήγορα σε ένα αξιόπιστο επενδυτικό σχέδιο που θα μπορεί να εφαρμοστεί μεσοπρόθεσμα.

Επιπλέον, τα ακόλουθα σημεία είναι κρίσιμα για την επιτυχία της κυβερνητικής επενδυτικής επίθεσης. Πρέπει να δρομολογηθούν μέτρα για την προώθηση της δημιουργίας ικανοτήτων στον ιδιωτικό τομέα, ώστε οι επενδύσεις που χρηματοδοτούνται από πιστώσεις να μην εξανεμίζονται σε πληθωριστικές παρορμήσεις.

Για το σκοπό αυτό, είναι σημαντικό να σταθεροποιηθεί η προσφορά εργασίας και να δημιουργηθούν τα κατάλληλα κίνητρα για εργασία, ιδίως ενόψει των δημογραφικών τάσεων.

Ο αυστηρός περιορισμός των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης αποτελεί προϋπόθεση για την προσδοκώμενη αναζωογόνηση της ιδιωτικής επενδυτικής δραστηριότητας.

Αυτό απαιτεί πειθαρχία στις δαπάνες αντί για πρόσθετες υποσχέσεις παροχών και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στην ιατρική και νοσηλευτική περίθαλψη, ακόμη και αν αυτό σημαίνει ότι πρέπει να διαλυθούν τα παραδοσιακά πρότυπα.

Για να διασφαλιστεί ότι τα δημόσια επενδυτικά σχέδια δεν θα κολλήσουν σε μια ζούγκλα διαδικασιών έγκρισης, διοικητικών κανονισμών και απαιτήσεων τεκμηρίωσης, η γραφειοκρατία πρέπει να μειωθεί και να ψηφιοποιηθεί – εν ολίγοις, μια άκρως αποτελεσματική διοίκηση.

Η ανατομία των τριών βασικών τροποποιήσεων του γερμανικού Συντάγματος που ψηφίστηκαν στις 18 – 21 Μαρτίου 2025 έχει ως εξής:

1. Εξαίρεση για τις αμυντικές δαπάνες στο πλαίσιο του φρένου χρέους

Δαπάνες της ομοσπονδιακής κυβέρνησης για την άμυνα και την ασφάλεια άνω του 1% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος δεν θα προσμετρώνται στο πεδίο εφαρμογής του χρέους στο πλαίσιο του φρένου χρέους στο μέλλον.

Αυτό σημαίνει ότι δεν θα λαμβάνονται υπόψη κατά τον προσδιορισμό του διαρθρωτικού καθαρού δανεισμού. Αυτό είναι το ζητούμενο από την τροποποίηση του συντάγματος. Ο ορισμός των εξαιρούμενων δαπανών υπερβαίνει τον προϋπολογισμό του υπουργείου Άμυνας.

H νέα συνταγματική διάταξη προβλέπει χαρακτηριστικά πως: «Το ποσό κατά το οποίο οι αμυντικές δαπάνες, οι ομοσπονδιακές δαπάνες για την πολιτική άμυνα και την πολιτική προστασία και για τις υπηρεσίες πληροφοριών, για την προστασία των συστημάτων πληροφορικής και για την παροχή βοήθειας σε κράτη που δέχονται επίθεση κατά παράβαση του διεθνούς δικαίου υπερβαίνουν το 1% του ονομαστικού ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος αφαιρείται από τα έσοδα από δάνεια που πρέπει να ληφθούν υπόψη».

Μια ανάλυση του σχεδίου προϋπολογισμού για το 2025 δείχνει την επακόλουθη στοιχειώδη διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής του χρέους.

Τα προβλεπόμενα στοιχεία για τον αμυντικό προϋπολογισμό στον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό για το 2025 είναι 53,3 δισ. ευρώ. Αυτό αντιστοιχεί στο 1,2% του ΑΕΠ.

Επιπλέον, έρχεται για την εκπλήρωση του 2% του στόχου μαζί με τις δαπάνες από το ειδικό ταμείο, η βοήθεια της Ουκρανίας ύψους 7 δισ. ευρώ και, μέχρι σήμερα, περίπου 11,5 δισ. ευρώ από άλλα μη προσδιορισμένα κονδύλια του προϋπολογισμού.

Αυτό αποσκοπεί στην αντιστάθμιση των διαφορών στους προϋπολογισμούς των επιμέρους προϋπολογισμών των κρατών μελών.

Η ακριβής σύνθεση αυτής της διαφοράς δεν είναι δημόσια, αλλά είναι πιθανό να περιλαμβάνει ουσιαστικά τους τομείς που έχουν χαρακτηριστεί κατωτέρω ως επιπλέον επιλέξιμοι για πιστωτική χρηματοδότηση.

Συνεπώς, ο νέος κανονισμός καθιστά μέρος των μη καθορισμένων δαπανών προσιτό σε δανειακή χρηματοδότηση.

Η προσθήκη των δαπανών για την πολιτική άμυνα και την πολιτική προστασία, καθώς και για τις υπηρεσίες πληροφοριών, για την προστασία των συστημάτων πληροφορικής και για την παροχή βοήθειας σε κράτη που δέχονται επιθέσεις κατά παράβαση του διεθνούς δικαίου σημαίνει σημαντική διεύρυνση των δαπανών που πρέπει να ληφθούν υπόψη.

Για μια πρόχειρη εκτίμηση, εκτός από τον προϋπολογισμό για την άμυνα και την ενίσχυση προς την Ουκρανία, τα ακόλουθα πρόσθετα στοιχεία του προϋπολογισμού των επιμέρους τμημάτων διατέθηκαν στην εκτεταμένη αμυντική αντίληψη:

  • Ομοσπονδιακή Καγκελαρία: «Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Πληροφοριών»
  • Ομοσπονδιακό Υπουργείο Εξωτερικών: «Διασφάλιση της ειρήνης και της σταθερότητας»
  • Ομοσπονδιακό Υπουργείο Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης: «Διαχείριση κρίσεων και ανοικοδόμηση, υποδομές
    Ανασυγκρότηση, υποδομές»
  • Ομοσπονδιακό Υπουργείο Εσωτερικών και Εσωτερικών Υποθέσεων: «Επιχορηγήσεις στον Ομοσπονδιακό Οργανισμό για την Ψηφιακή Ραδιοφωνία, αρχές και οργανισμούς με καθήκοντα ασφαλείας», «Ομοσπονδιακό Γραφείο Πολιτικής Προστασίας και αντιμετώπισης καταστροφών», «Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Τεχνικής Βοήθειας», «Ομοσπονδιακό Γραφείο Προστασίας του Συντάγματος»
  • «Ομοσπονδιακή Καγκελαρία: «Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Πληροφοριών».

Συνολικά, το σχέδιο προϋπολογισμού για το 2025 σύμφωνα με την οριοθέτηση αυτή οδηγεί σε δαπάνες ύψους περίπου 67 δισ. ευρώ ή 1,5% του ΑΕΠ.

Μένει να εξεταστεί σε κάθε μεμονωμένη περίπτωση σε ποιο βαθμό οι δαπάνες αυτές περιλαμβάνονται πράγματι στον διευρυμένο ορισμό της άμυνας που κατοχυρώνεται στον βασικό νόμο, ή ποιες άλλες δαπάνες περιλαμβάνονται.

Στον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό, η οριοθέτηση των κονδυλίων του προϋπολογισμού που υποθέτει το IW θα οδηγούσε σε ένα συνολικό περιθώριο που εκτιμάται σε 22 δισ. ευρώ.

Μια μελλοντική ομοσπονδιακή κυβέρνηση μπορεί να αποφασίσει σχετικά με τη χρήση αυτού του δημοσιονομικού περιθωρίου.

Το ύψος των πρόσθετων δανείων που θα ληφθούν στο πλαίσιο αυτό εξαρτάται από το μελλοντικό επίπεδο των δαπανών για την άμυνα και την ασφάλεια.

Για παράδειγμα, εάν ο στόχος για το 2026 είναι μια αναλογία των δαπανών στο 3% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος, πρόσθετα δάνεια ύψους περίπου 90 δισ. ευρώ θα μπορούσαν να ληφθούν. Με στόχο 3,5%, θα ήταν ακόμη και 113 δισ. ευρώ.

Ταυτόχρονα, το μη χρηματοδοτούμενο με δάνεια μέρος των αμυντικών δαπανών που αναφέρθηκαν στο ΝΑΤΟ ύψους 71 δισ. ευρώ το 2024 θα μειωνόταν σε 54 δισ. ευρώ το 2028.

Εάν μεγαλύτερο τμήματα των προηγουμένως μη δηλωθέντων αμυντικών δαπανών εμπίπτουν στις κατηγορίες που χρηματοδοτούνται με δάνεια, όπως ορίζονται από το ΝΑΤΟ, η απαίτηση χρηματοδότησης από τα τρέχοντα έσοδα θα μπορούσε να μειωθεί ακόμη και στα 48 δισ. ευρώ (1 % του ΑΕΠ).

2. Ειδικό Ταμείο Υποδομών

Η μελλοντική ομοσπονδιακή κυβέρνηση θα έχει ξεχωριστό πεδίο επενδύσεων στο πλαίσιο του Ειδικού Ταμείου Υποδομών.

Σε μια περίοδο δώδεκα ετών, η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση μπορεί να αξιοποιήσει συνολικά 500 δισεκατομμύρια ευρώ. Από αυτά, τα 100 δισ ευρώ θα διατεθούν στο Ταμείο για το κλίμα και τον μετασχηματισμό (KTF). Άλλα 100 δισ. ευρώ θα είναι διαθέσιμα στα ομόσπονδα κρατίδια, τα οποία μπορούν επίσης να επιτρέψουν τις δημοτικές επενδύσεις.

Ωστόσο, τα υπόλοιπα 300 δισ. ευρώ μπορούν να χρησιμοποιηθούν για επενδύσεις μόνο εάν υπάρχει «κατάλληλη επενδυτική ποσόστωση στο ομοσπονδιακού προϋπολογισμού».

Με τον τρόπο αυτό διασφαλίζεται ότι τα κεφάλαια θα χρησιμοποιηθούν αποκλειστικά για πρόσθετα επενδυτικά σχέδια που δεν έχουν ακόμη συμπεριληφθεί στον προϋπολογισμό.

Η ρύθμιση αυτή αποσκοπεί στην αποτροπή της αναβολής προγραμματισμένων επενδύσεων στο ειδικό ταμείο, αλλά αφορά μόνο το 60% του ειδικού ταμείου. Τα κονδύλια του KTF και αυτά για τα ομόσπονδα κρατίδια δεν υπόκεινται σε περιορισμούς ως προς τη χρήση.

Ωστόσο, σύμφωνα με τη διατύπωση του νόμου, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση έχει το δικαίωμα να ελέγχει τη χρήση των κονδυλίων από τα ομόσπονδα κρατίδια.

Τίθεται επίσης το ερώτημα κατά πόσον μια ελάχιστη ποσόστωση για τις επενδύσεις είναι κατάλληλη για την αποτελεσματική αποτροπή της μετατόπισης των επενδύσεων στο ειδικό ταμείο, προκειμένου να ανοίξει περιθώριο, για παράδειγμα, για καταναλωτικές δαπάνες στο πλαίσιο του τακτικού ομοσπονδιακού προϋπολογισμού.

Είναι αρχικά σωστό και σημαντικό να μην λαμβάνονται υπόψη οι χρηματοοικονομικές συναλλαγές στην αναλογία επενδύσεων, καθώς διαφορετικά θα μπορούσαν να γίνουν πρόσθετες επενδύσεις, για παράδειγμα με τη μορφή δανείων προς την Deutsche Bahn ή την απόκτηση τίτλων, χωρίς οι δαπάνες αυτές να προσμετρώνται στο όριο του φρένου χρέους.

Ακόμη και μετά την αφαίρεση των χρηματοοικονομικών συναλλαγών (στο σχέδιο προϋπολογισμού για το 2025 ανέρχονται σε 26 δισ. ευρώ), τίθεται το ερώτημα σχετικά με την οριοθέτηση των σχετικών επενδύσεων.

Μετά την αφαίρεση των χρηματοοικονομικών συναλλαγών, απομένουν επενδύσεις ύψους περίπου 55 δισ. ευρώ. Αυτό αντιστοιχεί σε ένα ποσοστό επενδύσεων της τάξης του 11%.

Μια μείωση στο απαιτούμενο 10% θα απελευθέρωνε κεφάλαια ύψους περίπου 5 δισ. ευρώ στον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό για εναλλακτικούς σκοπούς.

Από τις επενδύσεις συνολικού ύψους περίπου 55 δισ. ευρώ που προβλέπονται στο σχέδιο προϋπολογισμού για το 2025, μόνο κάτι λιγότερο από 8 δισ. ευρώ αντιστοιχούν σε επενδύσεις σε ενσώματα περιουσιακά στοιχεία, δηλαδή σε άμεση χρήση κεφαλαίων. Η πλειονότητα είναι χρηματοδοτική ενίσχυση, όπως επιχορηγήσεις, επενδύσεις σε μετοχές και δάνεια.

Μια ματιά στους τομείς ευθύνης αποκαλύπτει διαφορετικές προτεραιότητες. Τα τρία μεγαλύτερα κονδύλια στο σχέδιο προϋπολογισμού του 2025 είναι οι σιδηρόδρομοι, οι οδικοί άξονες και η αναπτυξιακή βοήθεια.

Από τον προϋπολογισμό του Ομοσπονδιακού Υπουργείου Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης ύψους περίπου 10 δισ. ευρώ, μόλις 7 δισ. ευρώ κατηγοριοποιούνται ως επενδύσεις.

Ακόμη και αν αυτές οι επενδύσεις μπορεί να είναι καλά αιτιολογημένες στις λεπτομέρειες, δεν έχουν καμία επίδραση στις υποδομές της Γερμανίας.

Ταυτόχρονα, θα μπορούσαν τουλάχιστον εν μέρει να δηλωθούν ως δαπάνες ασφαλείας, ώστε να μην υπολογίζονται καν στο όριο του φρένου χρέους (τουλάχιστον αν επιτευχθεί το όριο του 1% για τις δαπάνες άμυνας και ασφάλειας).

Σε ένα ακραίο σενάριο, το οποίο είναι τουλάχιστον θεωρητικά νοητό, μια ομοσπονδιακή κυβέρνηση θα μπορούσε να τείνει να επεκτείνει τις επενδύσεις στον τομέα της αναπτυξιακής βοήθειας και να αυξήσει έτσι τον δείκτη επενδύσεων.

Εάν, για παράδειγμα, ο δείκτης οριστεί αρχικά στο 10% κατά τον προγραμματισμό του προϋπολογισμού και στη συνέχεια οι επενδυτικές δαπάνες στον τομέα της αναπτυξιακής βοήθειας αυξηθούν κατά 5 δισ. ευρώ, αυτό θα δημιουργούσε περιθώρια για την ομοσπονδιακή κυβέρνηση να μεταφέρει υφιστάμενες επενδύσεις, για παράδειγμα σε υποδομές, στο ειδικό ταμείο.

Κατά συνέπεια, θα υπήρχε περιθώριο ελιγμών 5 δισ. ευρώ στον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό, τα οποία θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ελεύθερα.

Ως αποτέλεσμα, υπάρχει ένα λανθασμένο κίνητρο για τη μετατόπιση των υφιστάμενων επενδυτικών δαπανών στο ειδικό ταμείο και ταυτόχρονα για την επέκταση των επενδύσεων στην αναπτυξιακή βοήθεια, ώστε να διασφαλιστεί ένας δείκτης επενδύσεων της τάξης του 10%, ο οποίος δεν μπορεί να προσμετρηθεί στο πεδίο εφαρμογής του φρένου χρέους.

Τα κεφάλαια του ειδικού ταμείου υποδομών θα εκτοπίσουν στη συνέχεια ήδη προγραμματισμένα επενδυτικά σχέδια, καθώς ο ελάχιστος δείκτης επενδύσεων στον βασικό προϋπολογισμό θα εξακολουθήσει να επιτυγχάνεται.

Οι πραγματικές αποκλίσεις μεταξύ των τιμών-στόχων και των πραγματικών τιμών που έχουν υλοποιηθεί θα μπορούσαν επίσης να θέσουν υπό αμφισβήτηση τον στόχο της «προσθετικότητας». Συχνά δεν αξιοποιούνται όλα τα επενδυτικά κεφάλαια, με αποτέλεσμα ο δείκτης επενδύσεων στον προγραμματισμό του προϋπολογισμού να είναι υψηλότερος από ό,τι μετά την πραγματική εκκαθάριση.

Οι επενδύσεις που πραγματοποιούνται πραγματικά είναι οικονομικά σημαντικές. Τίθεται επομένως το ερώτημα τι συμβαίνει εάν ο σχεδιασμός του προϋπολογισμού προβλέπει ποσοστό επενδύσεων 10%, αλλά αυτό δεν επιτυγχάνεται κατά την εκτέλεση του προϋπολογισμού.

Θεωρητικά, το μέσο της συνολικής αναλώσεως θα μπορούσε ακόμη και να χρησιμοποιηθεί ειδικά για την επίτευξη δημοσιονομικού ισοζυγίου με τη μη χρησιμοποίηση των προγραμματισμένων επενδυτικών κεφαλαίων στον βασικό προϋπολογισμό για στρατηγικούς λόγους.

Αυτές οι θεμελιώδεις εκτιμήσεις δείχνουν πρώτα απ’ όλα ότι απαιτείται πολιτική ηγεσία για να τηρηθεί η δέσμευση της «προσθετικότητας». Μια τυπική ποσόστωση επενδύσεων δεν προσφέρει επαρκή προστασία.

Τέλος, πρέπει να ρυθμιστεί το ζήτημα της απόσβεσης. Εάν αυτή αρχίσει µετά από δώδεκα χρόνια, δηλαδή µετά τη λήξη του ειδικού ταµείου, τα δηµοσιονοµικά περιθώρια ελιγµών θα µειωθούν τα επόµενα χρόνια.

Μια µακροχρόνια απόσβεση ή ακόµη και µια παραίτηση από την απόσβεση θα ήταν εποµένως οικονοµικά σκόπιµη.

Πρέπει επίσης να διευκρινιστεί εάν η ομοσπονδιακή κυβέρνηση θα καταβάλει και τους τόκους επί του επενδυτικού μεριδίου των ομόσπονδων κρατιδίων μετά τη λήξη του ειδικού ταμείου.

3. Περιθώριο δανεισμού για τα ομόσπονδα κρατίδια

Στο μέλλον, τα ομόσπονδα κρατίδια στο σύνολό τους θα έχουν το ίδιο περιθώριο δανεισμού με την ομοσπονδιακή κυβέρνηση.

Αυτό σημαίνει ότι τα ομόσπονδα κρατίδια θα έχουν τη δυνατότητα συνολικού καθαρού δανεισμού ύψους 0,35% του ετήσιου ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος, αρχικά περίπου 15 δισεκατομμύρια ευρώ.

Μένει να δει κανείς σε ποιο βαθμό θα αξιοποιήσουν το περιθώριο δανεισμού και πώς αυτό θα κατανεμηθεί μεταξύ των επιμέρους ομόσπονδων κρατιδίων.

Για παράδειγμα, είναι νοητή μια στάθμιση ανάλογα με τον πληθυσμό ή την οικονομική ισχύ. Αυτή η αλλαγή στο φρένο χρέους αποδίδει δικαιοσύνη στη σημασία των ομόσπονδων κρατιδίων στον φεντεραλισμό.

Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση και η κυβέρνηση των ομόσπονδων κρατιδίων λαμβάνουν το καθένα περίπου το 40 % των φορολογικών εσόδων (BMF, 2024).

Αυτό αποτελεί ένδειξη ότι στα ομόσπονδα κρατίδια ανατίθενται εξίσου σημαντικοί ρόλοι στην κατανομή των καθηκόντων με την ομοσπονδιακή κυβέρνηση.

Αυτό θα αντικατοπτρίζεται και στο φρένο του χρέους στο μέλλον. Αυτό θα δώσει στα ομόσπονδα κρατίδια περισσότερες χρηματοδοτικές επιλογές, για παράδειγμα για να συμβάλουν στην αντιμετώπιση προσωρινών ελλείψεων εσόδων ως αποτέλεσμα φορολογικών μεταρρυθμίσεων.

Related Articles

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to top button