Επιστήμη

Από τις μηχανές αναζήτησης στις μηχανές έτοιμης απάντησης

Η σταδιακή ενσωμάτωση της Τεχνητής Νοημοσύνης (ΤΝ) στις μηχανές αναζήτησης προκαλεί βαθιά μεταβολή στη δομή και λειτουργία του διαδικτύου και, ειδικότερα, του Παγκόσμιου Ιστού (WWW). Το παραδοσιακό συμβιωτικό μοντέλο, βάσει του οποίου οι ιστότοποι παρείχαν στις μηχανές αναζήτησης ελεύθερη πρόσβαση στο περιεχόμενό τους και οι μηχανές αναζήτησης ανταπέδιδαν με επισκεψιμότητα, κλονίζεται, αν όχι καταρρέει υπό την πίεση ενός περιβάλλοντος στο οποίο οι απαντήσεις σε κάθε αναζήτηση παράγονται απευθείας από πολυτροπικά μοντέλα (multimodal models) Τεχνητής Νοημοσύνης, χωρίς ο χρήστης να χρειάζεται να μεταβεί στις πρωτογενείς πηγές.

Με την εισαγωγή της «Λειτουργίας AI» (AI mode) η Google, η εταιρεία που κατέχει το 90,4% του μεριδίου στο πεδίο των μηχανών αναζήτησης παγκοσμίως, έρχεται να επεκτείνει την «Επισκόπηση ΑΙ» (AI Overview) την άμεση, συνοπτική και ολοκληρωμένη απάντηση στην κορυφή της Σελίδας Αποτελεσμάτων Μηχανών Αναζήτησης (Search Engine Results Page – SERP). Η μηχανή αναζήτησης πλέον προσομοιάζει τη λειτουργία της σε αυτήν της αυτόνομης χρήσης των μεγάλων γλωσσικών μοντέλων ΤΝ.

Ουσιαστικά, πρόκειται για τη στρατηγική απάντηση που δίνει η Google στην απειλή που συνιστούν για τις παραδοσιακές μηχανές αναζήτησης τα μεγάλα γλωσσικά μοντέλα (LLMs) Τεχνητής Νοημοσύνης τύπου ChatGPT. Η Gartner, το 2024, προέβλεπε ότι ο όγκος αναζητήσεων στις μηχανές αναζήτησης θα μειωθεί κατά 25% έως το 2026, εξαιτίας της χρήσης εργαλείων τεχνητής νοημοσύνης (AI chatbots) και άλλων εικονικών βοηθών (virtual agents).

Με τη χρήση της ΤΝ οι μηχανές αναζήτησης μετατρέπονται από δίαυλοι πρόσβασης σε παραγωγούς περιεχομένου και από τους «δέκα μπλε συνδέσμους» («10 blue links»), τον παραδοσιακό δηλαδή τρόπο προβολής των αποτελεσμάτων μιας αναζήτησης, μεταβαίνουμε στις «αναζητήσεις 0 κλικ» («zero-click searches»). Μια μετατόπιση που μετασχηματίζει τη μηχανή αναζήτησης από πύλη πρόσβασης σε τελικό προορισμό. Η αλλαγή αυτή έχει καθοριστικές συνέπειες για την οικονομία του Ιστού, καθώς περιορίζεται η επισκεψιμότητα και, κατ’ επέκταση, τα διαφημιστικά έσοδα των ιστοτόπων.

Δεν είναι όμως μόνο το οικονομικό πρόβλημα που προκύπτει από τη μείωση της επισκεψιμότητας στους ιστοτόπους, αλλά και η υπονόμευση του ίδιου του λόγου ύπαρξής τους, δηλαδή της αναγνωσιμότητας. Με την εισαγωγή της παραγωγικής Τεχνητής Νοημοσύνης στην αναζήτηση, οι ιστότοποι χάνουν ένα δομικό εργαλείο για τη μετάβαση των χρηστών στις ιστοσελίδες τους και ο Ιστός γίνεται όλο και λιγότερο «ανοιχτός» και «προσβάσιμος».

Επιπλέον, το περιβάλλον της ΤΝ δημιουργεί μια υπαρξιακή αντίφαση για τον Ιστό, αφού πλήττει αυτή καθ’ εαυτή την αρχή λειτουργίας του: τον ιστό και τη μη γραμμικότητα στην αναζήτηση της πληροφορίας. Αναστέλλει τη λογική της περιήγησης υπέρ μιας αλγοριθμικά συντεθειμένης πληροφορίας και επαναφέρει τη γραμμικότητα στη λογική της απόκτησης πληροφορίας. Ασφαλώς, η Τεχνητή Νοημοσύνη, αντλώντας τα δεδομένα της και από τον Ιστό, χρειάζεται το περιεχόμενό του. Όμως το περιεχόμενο αυτό χάνει την ταυτότητά του, την προέλευσή του και αναδομείται βάσει αλγορίθμων και μηχανικής μάθησης, διαδικασία που εισάγει κριτήρια, ιεραρχήσεις και αξιολογήσεις δομημένα στις επιλογές των «ρυθμιστών»-δημιουργών της Τεχνητής Νοημοσύνης.

Αυτή η διαδικασία έχει βαθιές γνωσιολογικές και πολιτισμικές συνέπειες. Η πληροφορία αποσυνδέεται από το πλαίσιό της, χάνει τα ίχνη της προέλευσής της και επανεμφανίζεται ως ουδέτερο, «ανώνυμο» γνώρισμα ενός συνθετικού λόγου που παράγει η μηχανή. Ετσι, διαρρηγνύεται η σχέση μεταξύ περιεχομένου και δημιουργού, καθώς η τεχνητή νοημοσύνη λειτουργεί ως ενδιάμεσος μηχανισμός επεξεργασίας και νοηματοδότησης των δεδομένων, χωρίς να καθίσταται σαφές ποιος ευθύνεται για την επιλογή ή την ερμηνεία τους. Το επιχειρηματικό μοντέλο της πληροφορίας μετατοπίζεται από την προβολή συνδέσμων στην παραγωγή λόγου, διαμορφώνοντας μια νέα οικονομία προσοχής, όπου η πρόσβαση στην πρωτογενή γνώση υποκαθίσταται από την κατανάλωση επισκοπήσεων.

Η απώλεια διαφάνειας στην παραγωγή πληροφορίας καθιστά δυσδιάκριτα τα όρια μεταξύ ανθρώπινης και μηχανικής «γνώσης», ενώ ταυτόχρονα εμπεδώνει νέες μορφές εξουσίας – αυτές των αλγορίθμων και των δημιουργών τους – που καθορίζουν ποια γνώση προβάλλεται, με ποια προτεραιότητα και υπό ποιους όρους αξιοπιστίας.

Προφανώς και η προηγούμενη φάση σε ό,τι αφορά τις μηχανές αναζήτησης εμπεριείχε την κρίση και αξιολόγηση βάσει αλγορίθμων, ωστόσο η πλοήγηση μπορούσε, σε μεγάλο βαθμό, να επιβεβαιώσει ή να διαψεύσει τις επιλογές. Όμως το πιο σημαντικό είναι το ζήτημα της αξιοπιστίας. Μέχρι σήμερα, τα μεγάλα γλωσσικά μοντέλα ΤΝ, ακόμη και τα πιο προηγμένα, παραμένουν αναξιόπιστα. Η υπενθύμιση ότι μπορεί να κάνουν λάθη και η παρότρυνση για έλεγχο των σημαντικών πληροφοριών (ChatGPT) δεν μετριάζει το αποτέλεσμα: έλλειψη εμπιστοσύνης και ανάγκη πρότερης γνώσης ώστε να είναι δυνατή η στάθμιση της αξιοπιστίας κάθε απάντησης. Στο πρόβλημα αυτό συμβάλλουν οι παραισθήσεις (hallucinations) των LLMs, δηλαδή η παραγωγή ψευδών ή ανύπαρκτων πληροφοριών από τα μοντέλα τεχνητής νοημοσύνης. Επομένως τίθεται ζήτημα εγκυρότητας αφού πλέον η «παραγωγή» περιεχομένου στην αναζήτηση μπορεί να εμφανίσει λάθη (hallucinations) που δεν υπήρχαν στις πηγές.

Επιπλέον, η μετάβαση από την αναζήτηση με λέξεις-κλειδιά στη χρήση φυσικής γλώσσας ενισχύει την ικανότητα των πλατφορμών να προσδιορίζουν με μεγαλύτερη ακρίβεια το προφίλ του χρήστη. Κάθε ερώτημα δεν αποτελεί πλέον μια απλή παράθεση όρων, αλλά αντανακλά τον τρόπο σκέψης, τις ανησυχίες και τις προτιμήσεις του ατόμου, προσφέροντας στις εταιρείες πλουσιότερα δεδομένα για τη «χαρτογράφηση» της ταυτότητας και της συμπεριφοράς του. Η διαδικασία αυτή, συνδυασμένη με την ομογενοποίηση των αποτελεσμάτων, ενέχει σοβαρούς κινδύνους για τη φιλελεύθερη δημοκρατία αφού συμβάλλει περαιτέρω στον έλεγχο της δημόσιας σφαίρας, της πληροφορίας και εντέλει στην επιτήρηση των πολιτών. Επομένως η πρόκληση δεν είναι μόνο τεχνολογική, αλλά γνωσιολογική και δημοκρατική και θέτει για μια ακόμη φορά το ερώτημα του ποιος ελέγχει πλέον τη ροή, την αξιοπιστία και την ορατότητα της πληροφορίας στον ψηφιακό κόσμο.

Η κυρία Μαρίνα Ρήγου είναι Επίκουρη Καθηγήτρια στο Τμήμα Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης του Πανεπιστημίου Αθηνών

Related Articles

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to top button