Η Σαουδική Αραβία πιέζει για «σχέδιο Β» που αποκλείει το Ισραήλ από τη βασική συμφωνία με τις ΗΠΑ
Σύνταξη – επιμέλεια: Στέλιος Βασιλούδης
Το Ριάντ επιδιώκει λιγότερο φιλόδοξη συμφωνία με την Ουάσιγκτον ελλείψει εκεχειρίας στη Γάζα και αντίστασης του Netanyahu στην ίδρυση παλαιστινιακού κράτους.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ
Οι ΗΠΑ και η Σαουδική Αραβία έχουν συντάξει ένα σύνολο συμφωνιών για την ασφάλεια και την κοινή χρήση τεχνολογίας, οι οποίες προορίζονταν να συνδεθούν με έναν ευρύτερο διακανονισμό στη Μέση Ανατολή με τη συμμετοχή του Ισραήλ και των Παλαιστινίων.
Ωστόσο, ελλείψει κατάπαυσης του πυρός στη Γάζα και ενόψει της σθεναρής αντίστασης της ισραηλινής κυβέρνησης του Benjamin Netanyahu στη δημιουργία παλαιστινιακού κράτους – και κατά τα φαινόμενα της αποφασιστικότητας του να εξαπολύσει επίθεση στη Ράφα – οι Σαουδάραβες πιέζουν για ένα πιο περιορισμένο σχέδιο Β, που αποκλείει τους Ισραηλινούς.
Στο πλαίσιο αυτής της επιλογής, οι ΗΠΑ και η Σαουδική Αραβία θα υπογράψουν συμφωνίες για διμερή αμυντική συνεργασία, βοήθεια των ΗΠΑ στην οικοδόμηση μιας σαουδαραβικής βιομηχανίας πυρηνικής ενέργειας και υψηλού επιπέδου κοινή χρήση στον τομέα της τεχνητής νοημοσύνης και άλλων αναδυόμενων τεχνολογιών.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ
Προβλέπεται να γίνει πρόταση στο Ισραήλ για εξομάλυνση των διπλωματικών σχέσεων με το Ριάντ με αντάλλαγμα την αποδοχή από το Ισραήλ της λύσης των δύο κρατών στην 76χρονη ισραηλινοαραβική σύγκρουση. Ωστόσο, σύμφωνα με την πρόταση του σχεδίου Β του Ριάντ, η ολοκλήρωση των συμφωνιών ΗΠΑ – Σαουδικής Αραβίας δεν θα εξαρτηθεί από τη συμφωνία της κυβέρνησης Netanyahu.
«Θα πρέπει να υπάρχει χώρος για ένα εναλλακτικό μοντέλο συμφωνίας, επομένως η σχέση με τις ΗΠΑ δεν χρειάζεται να μένει όμηρος των ιδιοτροπιών της ισραηλινής πολιτικής ή του Netanyahu», δήλωσε ο Firas Maksad, ανώτερος διευθυντής στρατηγικής προσέγγισης στο Middle East Institute.
Η κυβέρνηση Biden δεν θα καταφέρει να ολοκληρώσει την ιστορική περιφερειακή διευθέτηση που επιδιώκει στα συντρίμμια του πολέμου στη Γάζα, τουλάχιστον όχι αμέσως, αλλά θα εδραιώσει μια στρατηγική εταιρική σχέση με τη Σαουδική Αραβία που θα αποτελέσει αντίβαρο στην αυξανόμενη κινεζική και ρωσική επιρροή. Δεν είναι όμως καθόλου ξεκάθαρο εάν η κυβέρνηση – πόσο μάλλον το Κογκρέσο – θα αποδεχόταν ένα τέτοιο αποτέλεσμα «λιγότερο για λιγότερα».
Σε δηλώσεις του στο Ριάντ την προηγούμενη εβδομάδα, ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Anthony Blinken, συνέχισε να συνδέει μια συμφωνία ΗΠΑ – Σαουδικής Αραβίας με την ομαλοποίηση της των σχέσεων Σαουδικής Αραβίας – Ισραήλ και την πρόοδο προς την δημιουργία παλαιστινιακού κράτους.
«Το έργο που κάνουν από κοινού η Σαουδική Αραβία και οι Ηνωμένες Πολιτείες όσον αφορά τις συμφωνίες, νομίζω ότι είναι δυνητικά πολύ κοντά στην ολοκλήρωση του», δήλωσε ο Blinken στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ στη σαουδαραβική πρωτεύουσα. «Αλλά για να προχωρήσουμε στην ομαλοποίηση, θα απαιτηθούν δύο πράγματα: ηρεμία στη Γάζα και αξιόπιστη πορεία προς ένα παλαιστινιακό κράτος».
Ωστόσο, υπάρχουν σημάδια αμφιταλάντευσης στο στρατόπεδο Biden. Αμερικανοί αξιωματούχοι που ήταν ανένδοτοι την περασμένη εβδομάδα ότι οι συμφωνίες ΗΠΑ – Σαουδικής Αραβίας ήταν άρρηκτα συνδεδεμένες με την εξομάλυνση των σχέσεων Σαουδικής Αραβίας – Ισραήλ και τη λύση των δύο κρατών, αρνούνται να δεσμευτούν για το θέμα τις τελευταίες ημέρες.
Ένας από τους στόχους του ταξιδιού Blinken στο Ριάντ ήταν να οριστικοποιήσει τις συμφωνίες ΗΠΑ – Σαουδικής Αραβίας, τις οποίες αξιωματούχοι της κυβέρνησης περιγράφουν ως σχεδόν ολοκληρωμένες. Ωστόσο, κατέστησαν σαφές ότι δεν υπήρξε οριστικοποίηση. «Είμαστε κοντά, αλλά δεν έχει γίνει η πρόοδος ώστε να περάσουμε τη γραμμή τερματισμού που ήλπιζαν οι Σαουδάραβες κατά την επίσκεψη Blinken», είπε ο Maksad, ο οποίος ήταν στο Ριάντ την περασμένη εβδομάδα.
Αρχικά τουλάχιστον, η συμφωνία ΗΠΑ – Σαουδικής Αραβίας θα επρόκειτο να προχωρήσει ανεξάρτητα από τις εξελίξεις στο Ισραήλ και τα κατεχόμενα, αλλά προέβλεπε μια επίσημη προσφορά στο Ισραήλ, ομαλοποίησης των σχέσεων με τη Σαουδική Αραβία – βασικό στόχο της ισραηλινής εξωτερικής πολιτικής – με αντάλλαγμα «αμετάκλητες» κινήσεις προς την δημιουργία παλαιστινιακού κράτους στο έδαφος της Γάζας και της Δυτικής Όχθης. Η ελπίδα των ΗΠΑ είναι ότι μια τέτοια προσφορά θα μπορούσε να γίνει θέμα στην πολιτική αντιπαράθεση στο Ισραήλ, ιδιαίτερα στις εκλογές που θα ακολουθούσαν σε περίπτωση κατάρρευσης της κυβέρνησης Netanyahu.
Σύμφωνα με ενημερωμένες πηγές, το πυρηνικό σκέλος της συμφωνίας ΗΠΑ – Σαουδικής Αραβίας θα μπορούσε να επιτρέψει στο Ριάντ να κατασκευάσει μονάδα μετατροπής σκόνης εμπλουτισμένου ουρανίου σε αέριο, αλλά η Σαουδική Αραβία δεν θα μπορούσε αρχικά να εμπλουτίσει αέριο ουρανίου στη δική της επικράτεια, ένας βασικός περιορισμός στην ικανότητα κατασκευής πυρηνικής βόμβας. Ο διάδοχος του θρόνου της Σαουδικής Αραβίας Mohammed bin Salman, έχει στο παρελθόν εγείρει φόβους για εξάπλωση των πυρηνικών όπλων στην περιοχή, δηλώνοντας ότι το Ριάντ θα αποκτήσει πυρηνικά όπλα εάν το Ιράν αναπτύξει δικά του.
Ένα ξεχωριστό κείμενο προβλέπεται να κατοχυρώσει αμυντικό σύμφωνο μεταξύ ΗΠΑ και Σαουδικής Αραβίας. «Αυτό που ζητείται από τη Σαουδική πλευρά κατ’ ελάχιστον, είναι κάτι παρόμοιο με αυτό που μοιράζονται οι ΗΠΑ με τη Νότια Κορέα – μια πιο αυστηρή, επίσημη δέσμευση για την εδαφική άμυνα του βασιλείου», δήλωσε ο Maksad.
Το τρίτο μέρος της συμφωνίας θα περιλαμβάνει τη χαλάρωση των ελέγχων των εξαγωγών των ΗΠΑ στη Σαουδική Αραβία, που αφορούν τσιπ υπολογιστών που χρησιμοποιούνται σε εργαλεία ανάπτυξης τεχνητής νοημοσύνης, ένα βασικό στοιχείο στις φιλοδοξίες της Σαουδικής Αραβίας να γίνει κόμβος υψηλής τεχνολογίας στην περιοχή.
Τα τρία μέρη του σχεδίου συμφωνίας περιλαμβάνουν την παροχή ζωτικής στρατηγικής βοήθειας από τις ΗΠΑ στην ασφάλεια της Σαουδικής Αραβίας. Αντί για πρόοδο προς την ειρήνη Ισραήλ – Παλαιστινίων, η μοναρχία της Σαουδικής Αραβίας παρουσιάζει μια αμιγώς διμερή συμφωνία ως νίκη των ΗΠΑ στις προσπάθειές της να περιορίσει τον ιρανικό επεκτατισμό και στον «ανταγωνισμό των μεγάλων δυνάμεων» της Ουάσιγκτον, ιδιαίτερα με την Κίνα.
Το Ριάντ έχει αυξήσει σταθερά τον όγκο των όπλων που αγοράζει από την Κίνα καθώς έχει αναπροσανατολίσει τα στρατηγικά του στοιχήματά τα τελευταία χρόνια. Η κυβέρνηση Biden αιφνιδιάστηκε τον Μάρτιο του περασμένου έτους, όταν η Σαουδική Αραβία και το Ιράν ανακοίνωσαν ότι υπέγραψαν συμφωνία για την αποκατάσταση των σχέσεων τους με την μεσολάβηση της Κίνας. Από φόβο μήπως χάσει τον κυρίαρχο ρόλο της μεγάλης δύναμης στη Μέση Ανατολή, ο Biden εγκατέλειψε την προσπάθειά του να περιθωριοποιήσει τον πρίγκιπα Mohammed bin Salman για βαναυσότητες (όπως η δολοφονία του Σαουδάραβα αντιφρονούντος δημοσιογράφου και αρθρογράφου της Washington Post, Jamal Khashoggi το 2018). Η προσέγγιση των ΗΠΑ κορυφώθηκε με μια επίσκεψη του προέδρου των ΗΠΑ στη Τζέντα το 2022.
Η Kirsten Fontenrose, πρώην ανώτερη διευθύντρια στο Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ, περιέγραψε τις συμφωνίες για τα πυρηνικά, την άμυνα και την τεχνητή νοημοσύνη ως «προϊόντα του ταξιδιού Biden στο βασίλειο».
«Η συμφωνία συντάχθηκε με την υπόθεση ότι οι Σαουδάραβες θα έφερναν στο τραπέζι την εξομάλυνση των σχέσεων με το Ισραήλ», είπε η Fontenrose. «Αλλά η ισραηλινή κυβέρνηση αυτή τη στιγμή αποδίδει μεγαλύτερη αξία στο μπλοκάρισμα της δημιουργίας ενός παλαιστινιακού κράτους παρά στην εξομάλυνση των σχέσεων με τη Σαουδική Αραβία. Επομένως, η συμφωνία που συζητείται τώρα είναι διμερής», πρόσθεσε.
Ο Λευκός Οίκος ωστόσο, είναι απρόθυμος να δώσει τόσα πολλά, ελλείψει μιας συμφωνίας ομαλοποίησης που έχει τη δύναμη να μεταμορφώσει την ισραηλινοπαλαιστινιακή σύγκρουση. Η αντιπολίτευση θα είναι ακόμη ισχυρότερη στο Κογκρέσο, το οποίο επικεντρώνεται περισσότερο στο προβληματικό ιστορικό του βασιλείου στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένης της δολοφονίας του Khashoggi.
Αποκαλύφθηκε πρόσφατα ότι μια νεαρή ακτιβίστρια για τα δικαιώματα των γυναικών, η Manahel al-Otaibi, καταδικάστηκε κρυφά στη Σαουδική Αραβία σε 11 χρόνια φυλάκιση από αντιτρομοκρατικό δικαστήριο, αφού συνελήφθη για «απαράδεκτες επιλογές ένδυσης και την υποστήριξη των δικαιωμάτων των γυναικών».
«Εάν η συμφωνία δεν περιλαμβάνει δεσμεύσεις από τη Σαουδική Αραβία σχετικά με τις σχέσεις της με την Κίνα και την συμφωνία με το Ιράν – για παράδειγμα – με αντάλλαγμα μια εγγύηση ασφάλειας, το Κογκρέσο θα ρωτήσει: Που είναι το όφελος για τις ΗΠΑ;» είπε η Fontenrose. Ο Maksad πιστεύει, ωστόσο, ότι το επιχείρημα του «ανταγωνισμού μεγάλων δυνάμεων» για την υπογραφή συμφωνίας με τους Σαουδάραβες, θα πρέπει να είναι αρκετό για την κυβέρνηση, προκειμένου να πειστεί το Κογκρέσο.
«Εάν μπορούμε να δεσμεύσουμε τη Σαουδική Αραβία σε μια στρατηγική συμμαχία με τις ΗΠΑ, με τρόπο που να περιθωριοποιεί τη Ρωσία και την Κίνα σε αυτό το μέρος του κόσμου, αυτό είναι μια σημαντική νίκη για αυτήν την κυβέρνηση», δήλωσε. «Αυτό είναι κάτι που εδραιώνει για το άμεσο μέλλον, τη θέση της Μέσης Ανατολής εντός της αμερικανικής σφαίρας», πρόσθεσε.
Ακόμα όμως κι αν αυτό ήταν αρκετό για τον Λευκό Οίκο, σχεδόν σίγουρα δεν θα αρκούσε για τη Γερουσία των ΗΠΑ – και χωρίς την έγκριση της τυχόν εγγυήσεις ασφαλείας των ΗΠΑ και υποσχέσεις για τεχνολογική βοήθεια είναι πιθανό να είναι βραχύβιες. «Χωρίς την έγκριση της Γερουσίας, αυτό δεν πρόκειται ξεκινήσει, και χωρίς το κομματι του Ισραήλ η έγκριση δεν είναι δεδομένη», δήλωσε ο Matt Duss, πρώην σύμβουλος εξωτερικής πολιτικής του γερουσιαστή και εκτελεστικού αντιπροέδρου στο Κέντρο Διεθνούς Πολιτικής, Bernie Sanders.
«Παραμένω μπερδεμένος με την εμμονή που φαίνεται να έχει η κυβέρνηση με αυτή τη συμφωνία, δεδομένων όλων των προφανών μειονεκτημάτων και του γεγονότος ότι δεν κάνουμε συμφωνία με τη Σαουδική Αραβία αλλά με έναν τύπο διεφθαρμένο και ψυχικά διαταραγμένο», κατέληξε.
Όλα τα παραπάνω φαίνονται να ενισχύουν την θεωρία ότι ένα από τα κίνητρα της επίθεσης της Χαμάς στο Ισραήλ της 8ης Οκτωβρίου – και ίσως το σημαντικότερο – ήταν να εκτροχιάσει την τότε επικείμενη συμφωνία αναγνώρισης του Ισραήλ από την Σαουδική Αραβία, που δεν περιλάμβανε την πρόβλεψη για «αμετάκλητες» κινήσεις για την ίδρυση Παλαιστινιακού Κράτους στο έδαφος της Δυτικής Όχθης και την Γάζα.